Δεν ήθελε να βγάλει πρωταθλητές. Ήθελε να γυμναστούν όλα τα παιδιά της Ελλάδας. Και το πέτυχε.
Δεν ήθελε να βγάλει πρωταθλητές. Ήθελε να γυμναστούν όλα τα παιδιά της Ελλάδας. Και το κατάφερε.
Στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, την ώρα που όλος ο κόσμος κοιτούσε τους νικητές, υπήρχε ένας Έλληνας που κοίταζε αλλού. Ο Ιωάννης Χρυσάφης, μέλος της ελληνικής ομάδας ενόργανης, δεν ενδιαφερόταν μόνο για το μετάλλιο που κατέκτησε. Ενδιαφερόταν για κάτι μεγαλύτερο. Να δει κάποτε τη γυμναστική να γίνεται μέρος της ζωής όλων των παιδιών στην Ελλάδα. Όχι του ενός πρωταθλητή. Του κάθε μαθητή.
Δεν ήταν εύκολο. Οι σχολικές αίθουσες δεν είχαν τότε ούτε καν αίθουσα φυσικής αγωγής. Η γυμναστική θεωρούνταν πολυτέλεια. Ο ίδιος, από τους πρώτους εκπαιδευτικούς φυσικής αγωγής στην ιστορία του ελληνικού κράτους, άρχισε να μεταφράζει μόνος του τους κανονισμούς του ποδοσφαίρου, του βόλεϊ και του μπάσκετ, για να μπορούν τα παιδιά να τα μάθουν σωστά. Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε βιβλία, ούτε προγράμματα, ούτε καν λέξεις γι’ αυτά τα αθλήματα. Τα έφερε ο ίδιος.
Το 1895 διοργάνωσε παιδικούς και εφηβικούς αγώνες σε μια Ελλάδα που δεν ήξερε τι σημαίνει «σχολικός αθλητισμός». Το 1896 κέρδισε το χάλκινο στους Ολυμπιακούς με την ομάδα δίζυγου του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου — αλλά το μυαλό του ήταν πάντα στο μέλλον. Πήγε στη Σουηδία, σπούδασε στο φημισμένο Γυμναστικό Ινστιτούτο της Στοκχόλμης και γύρισε με ένα όραμα: να εγκαταλείψει η Ελλάδα το γερμανικό στρατιωτικό πρότυπο γυμναστικής και να εφαρμόσει το σουηδικό σύστημα, που στηριζόταν στην πρόληψη, την υγεία και τη συμμετοχή όλων.
Το κράτος δεν ήταν έτοιμο. Ο Πανελλήνιος τον απέρριψε. Ο Χρυσάφης πήγε στον Εθνικό. Κι εκεί, χωρίς επιδοτήσεις, χωρίς υποστήριξη, μόνο με χαρτί, μολύβι και φωνή, άρχισε να χτίζει το μοντέλο της σύγχρονης φυσικής αγωγής στην Ελλάδα.
Όταν έγινε γενικός επιθεωρητής στο Υπουργείο Παιδείας, άφησε το αποτύπωμά του παντού: αύξησε τις οργανικές θέσεις των γυμναστών στα σχολεία, συνέταξε εθνικό πρόγραμμα φυσικής αγωγής, έκανε τη φοίτηση στη σχολή γυμναστών τριετή και αναγνώρισε την άσκηση ως μέρος της πολιτικής διαπαιδαγώγησης της νεολαίας.
Έγραψε πάνω από 20 βιβλία. Μίλησε για τη γυμναστική των αρχαίων, για τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, για τα συστήματα της Γαλλίας και της Σουηδίας, για τις μονομαχίες των Ελλήνων και για τη στρατιωτική προπαίδευση στα σχολεία. Αλλά όλα είχαν έναν κοινό στόχο: να κάνει τον μέσο Έλληνα να σηκωθεί από την καρέκλα και να κινήσει το σώμα του. Όχι για να γίνει αθλητής. Αλλά για να γίνει άνθρωπος με υγεία, πειθαρχία και αξιοπρέπεια.
Μέχρι να πεθάνει το 1932, πρόλαβε να δει τους καρπούς του. Μαθητές που έτρεχαν στα προαύλια. Γυμναστές που δίδασκαν με σύστημα. Και μια Ελλάδα που για πρώτη φορά δεν είχε τη γυμναστική σαν τιμωρία ή επίδειξη, αλλά σαν καθημερινή πράξη πολιτισμού.
Και σήμερα, κάθε φορά που ένα παιδί παίζει βόλεϊ στο σχολείο, κάνει προθέρμανση ή μαθαίνει τι σημαίνει fair play, συνεχίζει — χωρίς να το ξέρει — το έργο του Ιωάννη Χρυσάφη.