Εκδικήθηκε με τσεκούρι για τον θάνατο του μωρού της. Έσφαξε 10 ανθρώπους στον ύπνο τους και έγινε ηρωίδα
Την απήγαγαν, της σκότωσαν το νεογέννητο παιδί και την οδήγησαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Τον Μάρτιο του 1697, κατά τη διάρκεια ενός από τους αποικιακούς πολέμους ανάμεσα στους Ευρωπαίους άποικους και τους ιθαγενείς λαούς της Αμερικής, μια γυναίκα από τη Μασαχουσέτη, η Χάνα Ντάστον (Hannah Duston), έμελλε να ζήσει ένα από τα πιο τραγικά και ταυτόχρονα αιματηρά επεισόδια της εποχής. Ήταν Πουριτανή, δηλαδή μέλος της θρησκευτικής ομάδας των Πουριτανών που είχαν εγκατασταθεί στη Νέα Αγγλία, γνωστοί για τον αυστηρό ηθικό και θρησκευτικό τους κώδικα.
Εκείνη την εποχή, οι άποικοι βρίσκονταν σε διαρκείς συγκρούσεις με τις ιθαγενείς φυλές, μεταξύ των οποίων και οι Αμπενάκι (Abenaki), ένας αλγκονοκινός λαός που κατοικούσε κυρίως σε περιοχές του σημερινού βορειοανατολικού Ηνωμένου Πολιτείας, όπως το Μέιν, το Νιου Χάμσαϊρ και το Βερμόντ, καθώς και σε τμήματα του Καναδά.
Στις 15 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, μία ομάδα Αμπενάκι επιτέθηκε στην αποικία του Haverhill, στη Μασαχουσέτη, σκότωσε δεκάδες ανθρώπους και πήρε ομήρους, μεταξύ αυτών και την Χάνα Ντάστον. Η Χάνα είχε μόλις γεννήσει το παιδί της λίγες μέρες νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια της πορείας των 160 χιλιομέτρων που ακολούθησε, για να οδηγηθούν οι αιχμάλωτοι πιο βόρεια, οι απαγωγείς σκότωσαν το νεογέννητο παιδί της μπροστά στα μάτια της, χτυπώντας το στο κεφάλι πάνω σε ένα δέντρο.
Μαζί της αιχμαλωτίστηκαν η νοσοκόμα της, Μέρι Νεφ (Mary Neff), και αργότερα προστέθηκε στην ομάδα των αιχμαλώτων κι ένας δεκατετράχρονος αγόρι, ο Σάμιουελ Λέναρντσον (Samuel Lennardson), που είχε ήδη εμπειρία αιχμαλωσίας σε άλλη ινδιάνικη φυλή.
Οι Αμπενάκι τους μετέφεραν σε ένα νησί στη συμβολή των ποταμών Merrimack και Contoocook, κοντά στη σημερινή πόλη Κόνκορντ του Νιου Χάμσαϊρ. Οι όροι αιχμαλωσίας ήταν σκληροί, και υπήρχε η πιθανότητα οι γυναίκες να μεταπωληθούν ή να ενταχθούν βίαια στη φυλή. Το βράδυ της 30ής Μαρτίου, ενώ οι ινδιάνοι κοιμόντουσαν, η Χάνα, η Μέρι και ο Σάμιουελ οργάνωσαν επίθεση. Χρησιμοποιώντας τσεκούρια και μαχαίρια που βρήκαν, σκότωσαν δέκα από τους Αμπενάκι στον ύπνο τους. Ανάμεσα στα θύματα ήταν γυναίκες και παιδιά. Μόνο ένα κορίτσι κατάφερε να ξεφύγει μέσα στο σκοτάδι.
Αμέσως μετά τη σφαγή, οι τρεις δραπέτες πήραν ένα από τα κανό των ιθαγενών και άρχισαν την πορεία επιστροφής διαμέσου του ποταμού Merrimack. Ωστόσο, η Χάνα επέμεινε να γυρίσουν πίσω στο σημείο της επίθεσης για να πάρουν μαζί τους τα κρανία των θυμάτων. Σκοπός της ήταν να τα παρουσιάσει ως αποδείξεις στο αποικιακό συμβούλιο της Μασαχουσέτης, το οποίο εκείνη την εποχή έδινε χρηματική ανταμοιβή σε όσους σκότωναν ιθαγενείς. Έβαλαν τα κρανία σε μια σακούλα και τα μετέφεραν πίσω μαζί τους.
Όταν επέστρεψαν στην αποικία, η Χάνα ανακηρύχθηκε ηρωίδα. Η ιστορία της διαδόθηκε από τον Πουριτανό πάστορα Cotton Mather, που την παρουσίασε ως σύμβολο πίστης και αντοχής απέναντι στη βαρβαρότητα. Οι αρχές τής έδωσαν χρηματική αμοιβή και το κοινό τη λάτρεψε. Η φήμη της εξαπλώθηκε γρήγορα και για δεκαετίες οι πράξεις της θεωρούνταν παραδειγματικές. Με τα χρόνια, ανεγέρθηκαν αγάλματα προς τιμήν της, κυρίως σε περιοχές της Νέας Αγγλίας. Ήταν μάλιστα από τις πρώτες γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες που τιμήθηκαν με δημόσιο άγαλμα. Όμως η ιστορία της δεν έμεινε ανεξέλεγκτα δοξαστική.
Από τον 20ό αιώνα και μετά, πολλοί ιστορικοί και ακτιβιστές επανεξέτασαν την πράξη της μέσα από πιο κριτικό φακό. Η δολοφονία κοιμώμενων ανθρώπων, μεταξύ αυτών και παιδιών, και η λήψη των κρανίων για αμοιβή, άρχισαν να θεωρούνται από μερίδα της κοινωνίας πράξη σφαγής και όχι ηρωισμού. Τα αγάλματά της έχουν κατά καιρούς βανδαλιστεί, και οι συζητήσεις για το αν πρέπει να παραμείνουν δημόσια μνημεία συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Η ιστορία της Χάνα Ντάστον παραμένει μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αφηγήσεις της πρώιμης αποικιακής Αμερικής. Για κάποιους είναι μια γυναίκα που βίωσε το απόλυτο τραύμα και επέζησε. Για άλλους, είναι μια μορφή που αντιπροσωπεύει τη σκοτεινή όψη της εκδίκησης και της αποικιακής βίας. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, η εικόνα μιας μάνας με τσεκούρι, μέσα στο παγωμένο ξημέρωμα του 1697, δεν πρόκειται να ξεχαστεί εύκολα.