Φτιάχτηκε για να γίνει λάστιχο, κατέληξε να γίνει το πιο εθιστικό σνακ του κόσμου
Ο πρώην πρόεδρος του Μεξικού έφερε στην Αμερική ένα υλικό για λάστιχα. Δεν τα κατάφερε – και έτσι γεννήθηκε η τσίχλα.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ένας πρώην πρόεδρος του Μεξικού, εξόριστος στη Νέα Υόρκη, κουβαλούσε μαζί του έναν άγνωστο φυσικό πολτό από τη Λατινική Αμερική. Το όνομά του ήταν Αντόνιο Λόπες δε Σάντα Άννα και το υλικό λεγόταν chicle – ένα λευκό εκχύλισμα από το δέντρο Manilkara zapota. Δεν το έφερε για να το φάει. Ήθελε να φτιάξει λάστιχο για ρόδες.
Ο Σάντα Άννα γνώρισε τον Αμερικανό εφευρέτη Τόμας Άνταμς, ο οποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Πειραματίστηκε για μήνες για να το μετατρέψει σε καουτσούκ, αλλά απέτυχε παταγωδώς. Το chicle ήταν ελαστικό, κολλώδες και άχρηστο για λάστιχα. Ήταν όμως τέλειο για να το μασάς. Έτσι γεννήθηκε η μοντέρνα τσίχλα.
Η πρώτη που κυκλοφόρησε είχε το απλό όνομα Adams New York Chewing Gum και πουλήθηκε το 1871. Δεν είχε ζάχαρη, δεν είχε γεύση. Ήταν απλώς chicle σε λωρίδες. Η γεύση μπήκε αργότερα, όταν ο φαρμακοποιός Τζον Κόλγκαν δημιούργησε την πρώτη αρωματισμένη τσίχλα με άρωμα από βάλσαμο δέντρου. Ήταν η εποχή της “Taffy Tolu”.
Μέσα σε λίγα χρόνια, η τσίχλα έγινε εμμονή στην Αμερική. Στην αρχή ως οδοντιατρικό βοήθημα για καθαρό στόμα και δυνατή γνάθο – μια ιδέα του οδοντίατρου Γουίλιαμ Σέμπλ, που κατοχύρωσε και πατέντα. Πολύ σύντομα όμως έγινε εθιστικό προϊόν, γεμάτο ζάχαρη και έντονες γεύσεις.
Η μεγάλη της διάδοση ήρθε με τους Αμερικανούς στρατιώτες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάθε GI είχε στη μερίδα του πακέτο με τσίχλες, και τις αντάλλασσαν με φαγητό ή χάρες. Έγινε σύμβολο της Αμερικής στο εξωτερικό, από την Ευρώπη μέχρι τον Ειρηνικό.
Όταν τελείωσε το chicle, η βιομηχανία έπρεπε να βρει κάτι φτηνότερο. Έτσι γεννήθηκε η συνθετική τσίχλα από υποπροϊόντα πετρελαίου. Πολυαιθυλένιο, παραφίνη, βουτυλικό καουτσούκ και άλλα υλικά από την οικογένεια των πλαστικών έγιναν η βάση για την τσίχλα του 20ού αιώνα. Την έτρωγες – χωρίς να ξέρεις ότι είναι σχεδόν ίδια με τις ρόδες που δεν έγιναν ποτέ.
Η κορυφή της δημοφιλίας ήρθε στα 80s και 90s. Εκατοντάδες μάρκες, γεύσεις, σχήματα και διαφημίσεις. Bubble gum για φούσκες, τσίχλες για φρέσκια αναπνοή, καραμελωμένες με γέμιση. Και μετά; Το smartphone σκότωσε την παλιά συνήθεια του “checkout impulse buy”. Και ο COVID-19 χτύπησε την ανάγκη για δροσερή αναπνοή. Οι πωλήσεις έπεσαν.
Κι όμως, η τσίχλα επιβιώνει. Πιο ακριβή, πιο εξειδικευμένη, πολλές φορές “λειτουργική”: για δόντια, για συγκέντρωση, για απώλεια βάρους. Από απόβλητο του τροπικού δάσους και αποτυχημένο λάστιχο, έγινε σνακ-σύμβολο, σιωπηλό συνοδοιπόρο της παγκοσμιοποίησης.
Όχι κακή εξέλιξη για κάτι που ξεκίνησε ως… σκουπίδι.