Η ακατάλληλη ελληνική ταινία που τη βλέπουμε σήμερα και δεν καταλαβαίνουμε γιατί ήταν ακατάλληλη
Σήμερα τη βλέπουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά όταν κυκλοφόρησε, θεωρήθηκε ακατάλληλη.
Όταν το 1968 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία “Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη”, το κοινό την αγκάλιασε αμέσως. Ήταν μια ανάλαφρη κωμωδία γεμάτη παρεξηγήσεις, κοφτερές ατάκες και τη γοητευτική χημεία της Μάρως Κοντού με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Μια ιστορία όπου η νεαρή ηρωίδα ξεγελά την αυστηρή της οικογένεια, παρουσιάζοντας τον αγαπημένο της ως Ιταλό, με σκοπό να καταφέρει να τον παντρευτεί. Ένα σενάριο που σήμερα μοιάζει αθώο, αλλά τότε κρίθηκε αρκετά τολμηρό για να χαρακτηριστεί ακατάλληλο για ανηλίκους.
Ο θεατής του σήμερα μπορεί να γελάσει με αυτή τη λεπτομέρεια. Τι υπήρχε σε αυτή την ταινία που την έκανε ακατάλληλη; Δεν υπήρχαν σκηνές ερωτικού περιεχομένου, δεν υπήρχε βία, δεν υπήρχε τίποτα το σοκαριστικό. Κι όμως, τη δεκαετία του ’60, η ιδέα ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να πάρει τη ζωή της στα χέρια της, να στήσει ένα ολόκληρο σχέδιο για να επιβάλει τη θέλησή της απέναντι στην οικογένειά της και να ξεφύγει από το αυστηρό πατριαρχικό πλαίσιο, θεωρήθηκε αρκετά προκλητική. Η λογοκρισία της εποχής δεν χρειαζόταν αποκαλυπτικά ρούχα ή τολμηρές σκηνές για να βάλει ένα “ακατάλληλο” στις αφίσες μιας ταινίας. Αρκούσε το γεγονός ότι η ηρωίδα δεν ήταν πειθήνια, ότι τολμούσε να παίξει με τους κανόνες και να τους φέρει στα μέτρα της.
Η ίδια η δεκαετία του ’60 ήταν μια περίοδος όπου η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε μετάβαση. Η παράδοση και η πρόοδος συγκρούονταν σε κάθε επίπεδο. Οι νέοι άκουγαν ροκ εν ρολ, οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν περισσότερη ελευθερία και ο κινηματογράφος, ακόμα και μέσα από τις πιο ανάλαφρες κωμωδίες, δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχος σε αυτές τις αλλαγές. Οι επιτροπές λογοκρισίας, που είχαν τον ρόλο να προστατεύουν τα “χρηστά ήθη”, έβλεπαν σε αυτές τις ταινίες κάτι περισσότερο από απλές φάρσες. Έβλεπαν μηνύματα που δεν ήθελαν να περάσουν στους νέους θεατές.
Το ειρωνικό είναι ότι, παρά τις απαγορεύσεις, αυτές οι ταινίες δεν έπαψαν ποτέ να είναι δημοφιλείς. Η “Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη” έγινε μεγάλη επιτυχία, προβλήθηκε ξανά και ξανά στην τηλεόραση και σήμερα θεωρείται μια από τις πιο αγαπημένες ελληνικές κωμωδίες. Κανείς δεν σκέφτεται αν ήταν κάποτε ακατάλληλη. Αντιθέτως, είναι μια ταινία που οι οικογένειες βλέπουν μαζί, που παίζεται τακτικά στις επαναλήψεις και που ακόμα και τα παιδιά μπορούν να απολαύσουν χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Αυτή όμως δεν ήταν η μόνη ταινία που βρέθηκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας. Ακόμα και η κλασική κωμωδία “Της Κακομοίρας”, με τον Κώστα Χατζηχρήστο στον ρόλο του Ζήκου, είχε χαρακτηριστεί ακατάλληλη όταν πρωτοβγήκε, λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς του ήρωα και των συνεχών φωνών και καβγάδων. Σήμερα αυτό μοιάζει σχεδόν αστείο. Άλλες ταινίες, όπως το “Νόμος 4000”, που σατίριζε τη νοοτροπία των “τεντιμπόηδων”, βρέθηκαν αντιμέτωπες με ακόμα πιο αυστηρούς περιορισμούς.
Κοιτάζοντας πίσω, είναι ξεκάθαρο ότι η έννοια του “ακατάλληλου” δεν ήταν πάντα αντικειμενική. Δεν είχε να κάνει μόνο με το αν μια ταινία περιείχε κάτι σοκαριστικό, αλλά με το αν το περιεχόμενό της ταρακουνούσε τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Σήμερα, οι ίδιες ταινίες που κάποτε κρίθηκαν ακατάλληλες θεωρούνται αθώες, σχεδόν παιδικές. Κι όμως, μέσα από αυτές, μπορούμε να διακρίνουμε τις αλλαγές που συντελέστηκαν στον τρόπο που η κοινωνία μας βλέπει τη γυναίκα, την οικογένεια, τις σχέσεις και την ελευθερία.
Ίσως, τελικά, το μόνο πράγμα που είναι διαχρονικά ακατάλληλο, είναι η ίδια η λογοκρισία.