Ο πασίγνωστος Έλληνας ηθοποιός που παίζει ντραμς στους Beach Boys από το 1985. Και δεν το ήξερε σχεδόν κανείς.
Είναι διάσημος ηθοποιός, αλλά παίζει ντραμς στους Beach Boys εδώ και 40 χρόνια.
Ονομάζεται Τζον Στάμος. Στην Ελλάδα, πολλοί τον θυμούνται απλώς ως τον όμορφο θείο Τζέσι από το «Full House». Στην Αμερική, τον ξέρουν ως σταθερό πρόσωπο της pop κουλτούρας. Αυτό που δεν ξέρει σχεδόν κανείς είναι ότι εδώ και τέσσερις δεκαετίες παίζει ντραμς και κιθάρα για ένα από τα διασημότερα συγκροτήματα όλων των εποχών: τους Beach Boys.
Όλα ξεκίνησαν το 1985. Ο Στάμος, μόλις 22 χρονών τότε, είχε ήδη χτίσει τηλεοπτική καριέρα. Ήταν όμως και παιδί της μουσικής. Παθιασμένος με τη ντραμς, λάτρης των ρυθμών και της surf αισθητικής. Όταν του πρότειναν να παίξει μαζί με τους Beach Boys σε μια τηλεοπτική εμφάνιση, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Από εκείνη τη στιγμή, έγινε άτυπο μέλος της μπάντας — και το κοινό δεν το συνειδητοποίησε ποτέ.
Από το 1985 μέχρι σήμερα έχει παίξει μαζί τους σε δεκάδες συναυλίες, σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε τηλεοπτικά shows, ακόμα και στο Super Bowl. Δεν έπαιζε απλώς σαν guest. Έπαιζε με τον ρυθμό και την ακρίβεια ενός ανθρώπου που ανήκει στο συγκρότημα. Και όντως ανήκε. Όχι σαν αντικαταστάτης, αλλά σαν τιμητικό μέλος. Ο ίδιος λέει ότι νιώθει τους Beach Boys σαν οικογένεια.
Η ελληνική του καταγωγή δεν είναι απλώς βιογραφική λεπτομέρεια. Ο Τζον Στάμος μεγάλωσε σε οικογένεια με βαθιά ελληνορθόδοξα βιώματα, και έχει δηλώσει πολλές φορές περήφανος για την καταγωγή του. Το επώνυμό του ήταν αρχικά “Stamatopoulos”, αλλά όπως συνέβαινε με πολλούς Έλληνες δεύτερης γενιάς στην Αμερική, συντομεύτηκε.
Σε κάθε εμφάνιση των Beach Boys, υπάρχει πάντα μια μικρή στιγμή όπου το κοινό τον κοιτάζει και λέει «Αυτός δεν είναι ο ηθοποιός από το Full House;». Είναι. Και ταυτόχρονα είναι ο ντράμερ που συνόδευσε τους Beach Boys σε κάποιες από τις πιο συμβολικές στιγμές τους μετά την εποχή των Wilson.
Η μουσική για τον Στάμος δεν είναι χόμπι. Είναι παράλληλη καριέρα. Είναι η άλλη του σκηνή. Και ίσως είναι και εκείνη που αγαπά πιο βαθιά. Όχι για τη δόξα, αλλά για τον ρυθμό.