Ο τελευταίος δήμιος του Παρισιού μισούσε το επάγγελμά του, πούλαγε εισιτήρια για να αποκεφαλίζει πρόβατα
Ο Ζαν-Μπατίστ Οντουάν δεν ήθελε να σκοτώνει. Μα η δουλειά του ήταν να αποκεφαλίζει.
Το όνομά του ήταν Ζαν-Μπατίστ Οντουάν, και καμία σκηνή κινηματογράφου δεν θα μπορούσε να αποδώσει το αληθινό του δράμα. Από το 1840 έως το 1847, ήταν ο επίσημος εκτελεστής του Παρισιού. Κάθε φορά που η λεπίδα της γκιλοτίνας έπεφτε, δεν ακουγόταν σιωπή αλλά μέσα του μια κραυγή. Δεν άντεχε το έργο του. Και όμως, το εκτελούσε με ακρίβεια, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ο Οντουάν δεν ήταν μοχθηρός. Ήταν παγιδευμένος. Οι συνθήκες τον ανάγκασαν να αποδεχθεί μια κληρονομική θέση: ήταν από οικογένεια δήμιων. Το στίγμα του ονόματός του δεν τον άφηνε να ζήσει αλλιώς. Κι όμως, έβρισκε τρόπους να ξεφεύγει. Αντί να κόβει κεφάλια ανθρώπων, σε περιόδους ειρήνης, έστηνε θεάματα. Για λίγα νομίσματα, συγκεντρώνονταν Παριζιάνοι και έβλεπαν να αποκεφαλίζει πρόβατα. Τα εισιτήρια έβγαιναν σαν σε πανηγύρι.
Είχε ξεφύγει. Όχι από τη μοίρα, αλλά από την ψυχραιμία του. Τα χρήματα δεν έφταναν, οι ενοχές τον βάραιναν. Ξόδευε αλόγιστα, έπαιζε τυχερά παιχνίδια, αναζητούσε λαγνεία σε κάθε σοκάκι του Παρισιού. Για να πληρώσει τα χρέη του, έκανε το ανείπωτο: έβαλε τη γκιλοτίνα ενέχυρο. Το απόλυτο εργαλείο της Δικαιοσύνης του γαλλικού κράτους, βρέθηκε σε πάγκο τοκογλύφου. Και εκείνος σκεφτόταν να συνεχίσει τις εκτελέσεις με τσεκούρι.
Όταν έγινε γνωστό, οι αρχές εξοργίστηκαν. Η γκιλοτίνα θεωρούνταν ιερό κτήμα του κράτους. Την επαναγόρασαν άρον-άρον. Ο Οντουάν απολύθηκε. Έφυγε από τη ζωή ατιμασμένος, φτωχός και ξεχασμένος. Όχι για τους φόνους του, αλλά γιατί δεν άντεξε να τους κάνει.