Έλεγε πως ήταν Έλληνας. Έφτιαξε τάγμα από βαρυποινίτες Έλληνες και τους έβαλε να βασανίζουν Έλληνες
Μιλούσε σαν Έλληνας, παρουσιαζόταν ως Κωνσταντινίδης. Ήταν όμως ο Σούμπερτ – ο πιο αιμοσταγής εγκληματίας πολέμου της Κατοχής.
Μιλούσε ελληνικά, τουρκικά και γερμανικά. Κυκλοφορούσε στην Κρήτη με το όνομα «Κωνσταντινίδης» και το παρατσούκλι του ήταν «ο Τούρκος». Κανείς δεν ήξερε ακριβώς από πού κρατούσε η σκούφια του. Ο Φριτς Σούμπερτ, όμως, δεν ήταν ούτε Έλληνας ούτε Τουρκογενής. Ήταν ένας αδίστακτος Ναζί, που έμεινε στην Ιστορία ως ο πιο σαδιστής εγκληματίας πολέμου της Κατοχής.
Το 1941 εμφανίζεται στο Ρέθυμνο και παριστάνει τον διερμηνέα του φρουραρχείου. Γίνεται αμέσως γνωστός για τις ανατολίτικες γνώσεις του και τη βία του. Τον επόμενο χρόνο, αναλαμβάνει την αρχηγία μιας μικρής ομάδας Γερμανών και Ελλήνων που σκορπούν τον τρόμο στην ενδοχώρα του Ηρακλείου. Εκτελέσεις, εμπρησμοί και βασανιστήρια. Όταν οι κάτοικοι διαμαρτύρονται, οι Γερμανοί τον φυλακίζουν για έναν μήνα. Όχι παραπάνω. Ο Μπρούνο Μπρόιερ, ο Γερμανός διοικητής της Κρήτης, όχι μόνο τον αποφυλακίζει αλλά και τον προάγει.
Με εντολή του στρατηγού Μπρόιερ, ο Σούμπερτ ιδρύει μια παραστρατιωτική ομάδα με το όνομά του: Jagdkommando Schubert. Είναι η πιο απάνθρωπη ομάδα της Κατοχής. Αποτελείται από 100 άτομα, πολλά από τα οποία είναι Έλληνες βαρυποινίτες, πρώην δολοφόνοι, που αποφυλακίζονται για να δουλέψουν γι’ αυτόν. Οι Κρητικοί τους φωνάζουν Σουμπερίτες. Και δεν ξεχνάνε ποτέ αυτό το όνομα.
Η δράση τους είναι κτηνώδης. Στην Καλή Συκιά, τον Καλλικράτη, στο Μουρί, η ομάδα του εκτελεί περισσότερους από 200 πολίτες, συχνά μπροστά στα παιδιά τους. Όταν αντάρτες σκοτώνουν οχτώ άνδρες του Σούμπερτ, ο ίδιος συλλαμβάνεται ξανά και χαρακτηρίζεται «ψυχοπαθής». Όχι για πολύ. Σε λίγες εβδομάδες είναι ξανά ελεύθερος και μεταφέρεται στη Μακεδονία.
Εκεί, στα Γιαννιτσά, ο Σούμπερτ δείχνει το αληθινό του πρόσωπο. Από την πρώτη μέρα βασανίζει πολίτες στα υπόγεια του αρχηγείου του. Οι κραυγές τους ακούγονται μέχρι την πλατεία. Εκτελεί εγκύους, ιερείς και παιδιά. Οι ίδιοι οι Γερμανοί διοικητές των Γιαννιτσών ζητούν την απομάκρυνσή του, αλλά είναι αργά. Ο τρόμος έχει ήδη ριζώσει.
Από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1944, ο Σούμπερτ μεταφέρεται σε δεκάδες χωριά της Χαλκιδικής. Εκτελεί, λεηλατεί, απειλεί. Καίει προικιά, βιάζει γυναίκες, και απειλεί με θάνατο όποιον δεν κατατάσσεται στην ομάδα του. Το αποκορύφωμα έρχεται στον Χορτιάτη. Με αφορμή επίθεση ανταρτών, οι άντρες του εισβάλλουν στο χωριό και δολοφονούν 146 αμάχους, πολλούς από αυτούς καίγοντάς τους ζωντανούς μέσα στα σπίτια τους.
Λίγες μέρες αργότερα, στα Γιαννιτσά, ο Σούμπερτ και οι άνδρες του συνεργάζονται με τους ταγματασφαλίτες του Γεώργιου Πούλου και εκτελούν ακόμη 100 κατοίκους με αγριότητα που καταγράφεται στις μαρτυρίες ως “πάνω από κτηνώδης”.
Όταν η Ελλάδα απελευθερώνεται, ο Σούμπερτ διαφεύγει στη Βιέννη και δηλώνει πρόσφυγας με το όνομα Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης. Οι Αμερικανοί τον επαναπατρίζουν, πιστεύοντας πως είναι Έλληνας. Στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, η αστυνομία καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά. Συλλαμβάνεται. Και τότε ξεκινά η δίκη του.
Τον Ιούλιο του 1947, ο Φριτς Σούμπερτ κάθεται στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου. Οι μαρτυρίες παγώνουν το ακροατήριο. Ένας κάτοικος των Γιαννιτσών δηλώνει: «Αν υπήρχαν δέκα σαν αυτόν, δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα». Ο Σούμπερτ δηλώνει αθώος, αρνείται να απολογηθεί και ζητά δικηγόρους από τη Γερμανία. Το δικαστήριο τον αγνοεί. Καταδικάζεται 27 φορές σε θάνατο.
Δεν πρόλαβε να δικαστεί για όλα του τα εγκλήματα. Εκτελέστηκε στο Επταπύργιο στις 22 Οκτωβρίου 1947. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν προς έναν καθολικό ιερέα: «Η Γερμανία ζει και δεν πεθαίνει. Εύχομαι να ξαναγίνει μεγάλη για να ξεπληρώσει όσα υποφέρει σήμερα».