Έστησε το μεγαλύτερο δίκτυο πληροφοριών του Μακεδονικού Αγώνα, έσωσε τον Μελά ντυμένο ζωέμπορο, τον έσωσε απο σφαίρα η ταμπακιέρα
Έσωσε τον Παύλο Μελά ντυμένο ζωέμπορο, έστησε δίκτυο πληροφοριοδοτών, και έφαγε σφαίρα που σφηνώθηκε στην ταμπακιέρα του.
Ήταν γιος εμπόρου, μεγαλωμένος στα Πισοδέρι της Φλώρινας, με καταγωγή από τη Μοσχόπολη. Ο Λάζαρος Τσάμης είχε μάθει από μικρός τις διαδρομές, τις παζάρες και τις γλώσσες των Βαλκανίων. Αυτός ο ίδιος, που ξεκίνησε ως έμπορος κρασιού και ψαριών στις Πρέσπες, έφτασε να οργανώνει ολόκληρο δίκτυο πληροφοριών για λογαριασμό του ελληνικού κράτους.
Στο απόγειο του Μακεδονικού Αγώνα, γνώρισε τον Μητροπολίτη Καραβαγγέλη, τον Παύλο Μελά και τον Ίωνα Δραγούμη. Οργάνωσε, σε συνεργασία με τον παπά Σταύρο αδελφό του, ένα δίκτυο κατασκόπων σε κάθε χωριό της περιοχής, από τον Λαιμό και τον Άγιο Γερμανό ως τους Ψαράδες και την Καλλιθέα. Πολλοί ήταν οι συνεργάτες του. Αλλά οι πιο σημαντικές στιγμές του γράφτηκαν στη σιωπή.
Όταν οι Βούλγαροι της ΕΜΕΟ σχεδίαζαν να εξοπλιστούν από την Αθήνα, αυτός ήταν που ειδοποίησε τους Έλληνες, αποκάλυψε την ταυτότητα του βοεβόδα Τσακαλάρωφ και πρόλαβε μια ολόκληρη επιχείρηση. Κι όταν ο Παύλος Μελάς έπρεπε να βγει ζωντανός από τα Κορέστια, ο Τσάμης τον έντυσε άρρωστο ζωέμπορο και τον πέρασε νύχτα από τα τουρκικά φυλάκια.
Έζησε για να τον πυροβολήσουν, όχι μία, αλλά τρεις φορές. Την πρώτη τον γλίτωσε η προειδοποίηση, τη δεύτερη η ταμπακιέρα του – εκεί έσκασε η σφαίρα. Την τρίτη τον έσωσε η γυναίκα του. Φυλακίστηκε από τους Τούρκους, έφαγε ξύλο, μοιράστηκε κελί με τον καπετάν Κώττα, κι όμως συνέχισε. Έβαλε ανθρώπους να παρακολουθούν τις κινήσεις των Βρετανών φιλοβουλγάρων, εμπόδισε τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και αποκάλυψε όπλα καμουφλαρισμένα ως ανθρωπιστική βοήθεια.
Μαζί του κάηκαν σπίτια, σχολεία και αποθήκες. Η μονή της Αγίας Τριάδας έγινε στάχτη, το σπίτι του λεηλατήθηκε, οι επιχειρήσεις του καταστράφηκαν. Κι όμως, έμεινε εκεί. Στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα μπήκε ξανά μπροστά. Στη μάχη του Αγίου Γερμανού έδειξε στους Ευζώνους το μονοπάτι. Στη μάχη του Ανταρτικού, πολέμησε δίπλα στους Κρητικούς. Και όταν ο Παύλος Γύπαρης τραυματίστηκε, ο Τσάμης τον φυγάδευσε στην πλάτη ζώου μέσα από το χιόνι.
Έλαβε τέσσερα μετάλλια: του Μακεδονικού Αγώνα, της Εθνικής Άμυνας, του Βορειοηπειρωτικού και του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Κι όταν πέθανε, το 1933, είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του και έβλεπε ελάχιστα. Τον είχαν ξεχάσει. Όχι όμως κι εμείς.