Έθαβαν τους νεκρούς τους με λίγο χώμα από την πατρίδα, για να ξεκουραστούν εκεί που δεν πρόλαβαν να γυρίσουν. Στον Πόντο
Δεν ήταν απλώς ένα μαντίλι με χώμα. Ήταν η γη που τους γέννησε, το τελευταίο που είχαν
Δεν το έκαναν για να θυμούνται. Το έκαναν γιατί πονούσαν. Οι Πόντιοι που ξεριζώθηκαν, πήραν ό,τι πιο ιερό μπορούσαν: λίγο χώμα από τις αυλές τους, από τα μονοπάτια τους, από τα νεκροταφεία των προγόνων. Το τύλιγαν σε ένα άσπρο πανί και το κρατούσαν μαζί τους. Και όταν έφευγε ένας από αυτούς, το έβαζαν στον τάφο του. Για να μη νιώσει ξένος στη νέα γη. Για να ξέρει ότι τον σκεπάζει πατρίδα.
Το έθαβαν μαζί του όπως έθαβαν παλιά σταφήλια, ξηρούς καρπούς ή το εικονοστάσι. Το μικρό εκείνο δέμα, που μύριζε χώμα και βροχή από τα βουνά του Πόντου, ήταν για τον καθένα ένας τελευταίος χαιρετισμός, ένα δίκαιο αντίο. Οι μάνες που το έβαζαν στο μαξιλάρι τους, ήξεραν ότι δεν θα ξαναδούν το σπίτι. Αλλά το όνειρο έμενε ζωντανό.
Δεν ήταν μόνο σύμβολο. Ήταν σώμα και ψυχή μαζί. Στα χωριά της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, σε προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά, Πόντιοι έθαβαν τους αγαπημένους τους με λίγο χώμα από την πατρίδα —όταν προλάβαιναν να πάρουν— ή έστω με ένα μικρό αντικείμενο που το άγγιξε η Ποντιακή γη. Ήθελαν να ξέρουν πως κάποια μέρα, έστω μεταφυσικά, θα ξαναγύριζαν.
Για τον Πόντο δεν είχαν πια τίποτα χειροπιαστό. Είχαν μόνο αυτό. Λίγο χώμα. Στα μαξιλάρια των γονιών, στα σεντούκια των γιαγιάδων, στα μαντήλια των κοριτσιών. Το πιο κοινό που έγινε το πιο πολύτιμο.
Η 19η Μαΐου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία. Είναι η μέρα που ο πόνος έγινε μνήμη και η μνήμη ρίζα. Σήμερα, όσοι τους θυμόμαστε, κρατάμε ακόμα μέσα μας εκείνο το χώμα. Γιατί αν ξεχαστεί, τότε θα ‘χουν χαθεί για δεύτερη φορά.