Έτρεξε τον Μαραθώνιο της Βοστώνης πεινασμένος για να σώσει την Ελλάδα. Γύρισε πίσω με βοήθεια για ολόκληρο τον Ελληνικό λαό
Πούλησε το ραδιόφωνο και την κουζίνα για να πάει στη Βοστώνη. Κέρδισε τον πιο σκληρό Μαραθώνιο του κόσμου και γύρισε πίσω με βοήθεια για έναν ολόκληρο λαό.
Δεν είχε λεφτά ούτε για το εισιτήριο. Πούλησε την κουζίνα του και το ραδιόφωνο για να ταξιδέψει. Όταν έφτασε, οι γιατροί τον έβλεπαν και τον θεωρούσαν τελειωμένο. Ήταν κοκαλιάρης, εξαντλημένος και πεινασμένος από τα χρόνια της Κατοχής. Κι όμως, στις 20 Απριλίου 1946, ο Στέλιος Κυριακίδης έγραψε ιστορία: κέρδισε τον Μαραθώνιο της Βοστώνης και φώναξε τερματίζοντας “For Greece!”. Ήταν η πρώτη φορά που μη Αμερικανός ή Καναδός αθλητής κέρδιζε τον αγώνα.
Οι Αμερικάνοι τον είπαν «απόγονο του Φειδιππίδη». Οι Έλληνες τον αγκάλιασαν σαν ήρωα. Και ο ίδιος δεν ζήτησε τίποτα για τον εαυτό του. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Σας παρακαλώ, βοηθήστε τη χώρα μου». Μέσα σε έναν μήνα, συγκεντρώθηκαν 250.000 δολάρια σε βοήθεια και στάλθηκαν στην Ελλάδα. Η οικογένεια Λιβανού έστειλε δύο πλοία γεμάτα τρόφιμα και φάρμακα. Η αποστολή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Ήταν η πρώτη μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια που έλαβε η Ελλάδα πριν ακόμα ξεκινήσει το Σχέδιο Μάρσαλ.
Ήταν γιος αγροτών από την Πάφο. Για να πάει στο γυμνάσιο περπατούσε καθημερινά 15 χιλιόμετρα. Έγινε δρομέας, μπήκε στην ΑΕΛ Λεμεσού και αργότερα στον Παναθηναϊκό. Το 1936 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου και κατέρριψε την επίδοση του Σπύρου Λούη. Όταν τον επισκέφθηκε στο Μαρούσι, ο Λούης του είπε: «Εσύ θα συνεχίσεις αυτό που ξεκίνησα εγώ».
Το 1943, στη διάρκεια της Κατοχής, συνελήφθη από τους Γερμανούς μαζί με άλλους 49 Έλληνες. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν. Εκείνος σώθηκε επειδή στο πορτοφόλι του βρέθηκε η διαπίστευση των Ολυμπιακών του 1936. Ο αξιωματικός που τον ανέκρινε ήταν μαραθωνοδρόμος. Από τότε, έκρυβε στο υπόγειό του συμμάχους αλεξιπτωτιστές.
Όταν έφτασε στη Βοστώνη, οι γιατροί δεν τον άφηναν να τρέξει. Ήταν απολύτως σίγουροι ότι θα καταρρεύσει. Υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση ότι θα τρέξει με δική του ευθύνη. Στον αγώνα, κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτάκι: από τη μία έγραφε «Ή ταν ή επί τας», από την άλλη «Νενικήκαμεν». Έτρεξε με το νούμερο 77 – δύο φορές το 7, ο τυχερός του αριθμός.
Στα τελευταία μέτρα του αγώνα, οι δυνάμεις του τελείωναν. Ένας ηλικιωμένος Έλληνας του φώναξε με δάκρυα: «Για την Ελλάδα, Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου!». Αυτό τον ξύπνησε. Προσπέρασε τον φαβορί Τζόνυ Κέλυ και τερμάτισε πρώτος. Ο Κέλυ μετά είπε: «Πώς να κερδίσω κάποιον που δεν έτρεχε για τον εαυτό του αλλά για μια ολόκληρη πατρίδα;».
Όταν γύρισε στην Ελλάδα, τον υποδέχτηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε για πρώτη φορά μετά την Κατοχή προς τιμήν του. Τον τίμησαν με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικα. Ο ίδιος συνέχισε να διδάσκει τον αθλητισμό και τον εθελοντισμό μέχρι τον θάνατό του. Πέθανε το 1987, αλλά το όνομά του ζει ακόμα.
Στην Αμερική τον τίμησαν με άγαλμα στον Χόπκιντον, στην εκκίνηση του Μαραθωνίου της Βοστώνης. Το στάδιο της Πάφου πήρε το όνομά του. Κι ένα δάκρυ που κύλησε από τα μάτια του στον τερματισμό της Βοστώνης, έγινε σύμβολο για μια χώρα που τότε δεν είχε τίποτα – εκτός από την αξιοπρέπεια της.