Μετέφερε όπλα με ράσα, έσωζε αντάρτες με ψεύτικα ονόματα και τον δολοφόνησαν μπροστά στα παιδιά του. Σήμερα, το σπίτι του είναι σχολείο.
Ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε όπλα με ράσα, που έσωζε αντάρτες με ψεύτικα ονόματα και που έπεσε νεκρός μπροστά στα παιδιά του. Το σπίτι του έγινε το πρώτο σχολείο της πόλης.
Στα Γιαννιτσά, όταν ακόμα το χώμα ήταν ποτισμένο με αίμα και φόβο, υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν δίσταζε. Ο Αθανάσιος Οικονόμου, γιος ιερέα, δεν έγινε πολεμιστής με όπλο, αλλά με πράξεις. Ήταν ο άνθρωπος που περνούσε τραυματίες από τις σκιές, που μετέφερε σφαίρες μέσα σε σακιά με στάρι, που έστελνε γράμματα που μπορούσαν να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Και το έκανε μέρα μεσημέρι, με ιερατική ηρεμία και κρύα τόλμη. Ήταν ο Εφοροδημογέροντας, αλλά ήταν και κάτι παραπάνω: ο σιωπηλός πατριώτης που κινούσε τα νήματα του αγώνα πίσω απ’ τη βιτρίνα της κοινότητας.
Το 1904, όταν η Μακεδονία έβραζε από μίσος, οι Ουνίτες και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δεν πολεμούσαν μόνο στα βουνά. Πολεμούσαν και στα κισλά, στα ενοίκια, στα χαρτιά των κοινοτήτων. Ο Οικονόμου δεν υποχωρούσε. Υπέγραφε δημόσια υπέρ των Ελλήνων. Υπέγραφε καταγγελίες. Και φρόντιζε, μαζί με τον πατέρα του Δημήτριο, να μαθαίνουν οι αντάρτες πότε φτάνει τούρκικο απόσπασμα ή ποιο χωριό έχει ανάγκη από όπλα.
Η κτηματική του περιουσία ήταν 280 δενδρύλλια. Οι Βούλγαροι δεν του έκοψαν απλώς τα δέντρα. Του έκαψαν το μέλλον, τη γη του, το ψωμί του. Κι όμως δεν σταμάτησε. Αντί να λυγίσει, ανέλαβε πρόεδρος της Αδελφότητας Γιαννιτσών. Η αποστολή της; Όχι λόγια και λόγοι. Όπλα. Σφαίρες. Διανομή. Υποδομές για τον αγώνα.
Στις 30 Μαρτίου 1906, Μεγάλη Πέμπτη, κατέβαινε στην αγορά με τα δύο του παιδιά. Κρατούσε το χέρι του γιου του. Η αγορά δεν ήταν πια ασφαλής. Οι κομιτατζήδες τον πλησίασαν. Δεν φώναξε. Δεν έτρεξε. Μόνο τα παιδιά του κοίταξε, όπως κάνουν οι πατέρες όταν ξέρουν. Τον πυροβόλησαν εκεί. Μάρτυρας, με μοναδικούς αυτόπτες τους γιους του.
Κηρύχθηκε Μακεδονομάχος Πράκτορας Γ’ Τάξης. Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Η χήρα του, Μαρία Οικονόμου, κράτησε το σπίτι. Το κρατούσε σαν φυλαχτό. Και όταν το 1915 ήρθε η στιγμή να ιδρυθεί το πρώτο Ημιγυμνάσιο Γιαννιτσών, δεν υπήρχε χώρος. Τότε εκείνη, η γυναίκα του δολοφονημένου, άνοιξε το σπίτι της για να φτιαχτεί σχολείο.
Τρία δωμάτια. Στο ένα διδάσκονταν, στο άλλο ζούσε ο καθηγητής, στο τρίτο ήταν το γραφείο. Και σήμερα; Είναι το 1ο Γυμνάσιο Γιαννιτσών. Το σχολείο χτίστηκε πάνω στην ίδια πέτρα που βάφτηκε με αίμα Μεγάλη Πέμπτη. Το σπίτι έγινε φάρος.
Και τα παιδιά του; Εκείνα τα δύο μικρά που είδαν τον πατέρα τους να πέφτει στην αγορά; Μεγάλωσαν μέσα σε έναν τοίχο που θυμόταν. Και κάθε βράδυ κοιμόντουσαν σε ένα δωμάτιο όπου κάποτε ο πατέρας τους μετέφερε επιστολές με ψεύτικα ονόματα και γνήσια ιδανικά.