Ο φοιτητής που μπήκε λεπρός στη Σπιναλόγκα και έγινε ο ηγέτης των απόκληρων
Φοιτητής της Νομικής, λεπρός, εξόριστος στη Σπιναλόγκα. Ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης δεν σιώπησε.
Όταν πέρασε την πύλη της Σπιναλόγκας το 1936, είχε στα χέρια του ένα βιβλίο Νομικής και στο στόμα του τη σιωπή της ντροπής. Τον έλεγαν Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη. Ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κι εκείνη τη μέρα, έμπαινε σε έναν τόπο όπου οι άνθρωποι σταματούσαν να είναι πολίτες, συγγενείς ή επώνυμοι. Από κει και πέρα, ήταν μόνο λεπροί.
Στη Σπιναλόγκα σε διέγραφαν απ’ τη ζωή. Δεν είχες δικαίωμα να ψηφίσεις, να παντρευτείς, ούτε να κρατήσεις τα παιδιά σου. Τα λεφτά σου απολυμαίνονταν, το όνομά σου ξεχνιόταν και οι συγγενείς σου σού γύριζαν την πλάτη. Το κράτος σε πλήρωνε για να σωπάσεις, να περιμένεις, να πεθάνεις. Ο Ρεμουντάκης, όμως, δεν ήρθε για να πεθάνει.
Μέσα σε λίγους μήνες, άρχισε να οργανώνει τους απόκληρους. Ίδρυσε την Αδελφότητα Ασθενών της Σπιναλόγκας, τους έδωσε φωνή, καταστατικό, εσωτερικούς κανονισμούς. Έγραψε γράμματα στα υπουργεία, στα νοσοκομεία, στην Εκκλησία. Αντί να ζητήσει λύπηση, διεκδίκησε αξιοπρέπεια. Πίστευε ότι η αρρώστια δεν ακυρώνει τον άνθρωπο.
Σύντομα άρχισαν να αλλάζουν όλα. Άνοιξε σχολείο για ενήλικες και παιδιά. Οργάνωσε πολιτιστικές βραδιές με Καραγκιόζη, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις. Έστησε δανειστική βιβλιοθήκη και έφερε εφημερίδες. Στο νησί που υποτίθεται πως ήταν θάλαμος θανάτου, γεννήθηκε κοινωνία. Με καφενεία, μανάβικα, ψαράδες, μουσικούς, ιερείς, κι ανθρώπους που ξαναβρήκαν το χαμόγελό τους.
Στην Κατοχή, η Σπιναλόγκα ήταν το μοναδικό σημείο της Κρήτης που δεν πάτησε κανένας κατακτητής. Ήταν ο «τόπος των λεπρών». Αλλά πίσω από τα ερείπια, λειτούργησαν παράνομα ραδιόφωνα. Ο διευθυντής του Λεπροκομείου, γιατρός Γραμματικάκης, αντέγραφε ειδήσεις του BBC και τις μοίραζε χειρόγραφες. Ήταν το μοναδικό σημείο στην Ελλάδα όπου η Αντίσταση διάβαζε εφημερίδα και δεν φοβόταν τους ναζί.
Ακόμα κι όταν βρέθηκε η θεραπεία, η Σπιναλόγκα δεν έκλεισε αμέσως. Πολλοί ασθενείς είχαν στήσει εκεί τη ζωή τους. Είχαν πια γείτονες, αγάπες, ρουτίνα, γιορτές. Ο ίδιος ο Ρεμουντάκης αγωνίστηκε για να μην εγκαταλειφθούν οι τελευταίοι κάτοικοι του νησιού. Το 1957, το λεπροκομείο έκλεισε οριστικά. Μα ο Ρεμουντάκης είχε ήδη κάνει το αδιανόητο: είχε μετατρέψει την εξορία σε κοινότητα.
Κανείς δεν θυμάται τα ονόματα των διοικητών που υπέγραψαν τα διατάγματα. Όμως το όνομα του Ρεμουντάκη έμεινε. Όχι γιατί ήταν φοιτητής. Αλλά γιατί απέδειξε ότι ένας λεπρός, που τον έσβησαν από τα μητρώα της χώρας, μπορεί να γράψει το πιο τίμιο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας της.