Στην καρδιά του Ελληνικού Εμφυλίου, μια χιονοθύελλα ανάγκασε αντάρτες και στρατιώτες να αγκαλιαστούν για να σωθούν
Το 1947, σε έναν ορεινό αυχένα ανάμεσα στα Βραγγιανά και τη Νιάλα, η Ελλάδα έζησε τη νύχτα που ο Εμφύλιος έκανε παύση από σεβασμό στη ζωή
Δεν ήταν μάχη. Δεν ήταν ειρήνη. Ήταν κάτι πιο σπάνιο. Στη Νιάλα, στην καρδιά της Πίνδου, το 1947, οι αντίπαλοι του πιο σκληρού πολέμου που γνώρισε η Ελλάδα δεν πρόλαβαν να σηκώσουν όπλα. Τους πρόλαβε η φύση. Το χιόνι δεν ξεχώρισε πολιτικά φρονήματα. Έθαβε ζωντανούς τους πάντες.
Στα μέσα Απριλίου, δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού, ανάμεσά τους και άμαχοι, ξεκίνησαν νυχτερινή υποχώρηση για να ξεφύγουν από περικύκλωση του κυβερνητικού στρατού στα Βραγγιανά. Ο μόνος δρόμος ήταν το πέρασμα της Νιάλας. Ένας αυχένας στις κορυφές της Νότιας Πίνδου, τόσο απρόσιτος που μόνο το μουλάρι και το κουράγιο περνούν.
Εκεί όμως, τους περίμενε κάτι χειρότερο από τα πυρά: μια χιονοθύελλα που κράτησε ώρες και έριξε τη θερμοκρασία κάτω από τους -15. Άνθρωποι πεινασμένοι, εξαντλημένοι, αφοπλισμένοι από τον φόβο, παγιδεύτηκαν ανάμεσα σε ουρανό και γκρεμό. Δεν είχε σημασία πια ποιος ήταν αριστερός, ποιος δεξιός. Όλοι ήταν άνθρωποι που δεν ήθελαν να πεθάνουν.
Λένε ότι πρώτοι συναντήθηκαν οι πιο αδύναμοι. Ένας στρατιώτης με σπασμένο πόδι και έναν αντάρτη που κουβαλούσε ένα παιδί. Βρέθηκαν να μοιράζονται ένα αντίσκηνο. Και μετά κι άλλοι. Κανένας δεν μίλησε. Μόνο έμπαιναν στις ίδιες σκηνές. Άπλωναν κουβέρτες, ζέσταιναν χέρια, σκούπιζαν παγωμένο ιδρώτα απ’ το μέτωπο του “εχθρού”.
Ο βράχος δεν έχει πλευρές. Κι εκείνη τη νύχτα, η Ελλάδα δεν είχε στρατόπεδα. Είχε μόνο ανθρώπους που πάλευαν να δουν τον ήλιο. Πολλοί δεν τα κατάφεραν. Παγωμένοι, ακίνητοι, σκεπασμένοι με χιόνι. Ο Δημοκρατικός Στρατός έχασε δεκάδες μαχητές. Ο Εθνικός Στρατός άλλους τόσους. Κανείς δεν μάτωσε από σφαίρα εκείνη τη νύχτα.
Η Νιάλα έγινε ο τάφος και το καταφύγιο. Εκεί, ο Εμφύλιος αναγκάστηκε να σωπάσει. Για λίγες ώρες, το μίσος δεν είχε θέση. Και παρόλο που μετά το χιόνι ξανάρχισε η φωτιά, όσοι επέζησαν από εκείνο το βράδυ, δεν ήταν πια οι ίδιοι.
Για κάποιους, ήταν ένα ανθρώπινο θαύμα. Για άλλους, μια ξεχασμένη στιγμή ντροπής και ελπίδας μαζί. Για όλους, όμως, ήταν η νύχτα που απέδειξε ότι ακόμα και στον πιο σκοτεινό πόλεμο, υπάρχει μια στιγμή που ο άνθρωπος θυμάται πως γεννήθηκε για να ζει – όχι για να σκοτώνει.