Τι είδε στο σαράι του Αλή Πασά ο Λόρδος Βύρωνας και του άλλαξε τη ζωή
Το 1809, ο Λόρδος Βύρωνας επισκέφθηκε το σαράι του Αλή Πασά στην Ήπειρο, μια συνάντηση που σημάδεψε τη ζωή του
Το φθινόπωρο του 1809, ο νεαρός Λόρδος Γεώργιος Γκόρντον Βύρων (George Gordon Byron), μόλις 21 ετών, ξεκινά μια περιήγηση στην οθωμανική Ελλάδα και Αλβανία που θα σημαδέψει τη ζωή και το έργο του. Την εποχή αυτή, η περιοχή της Ηπείρου κυβερνάται σχεδόν αυτόνομα από τον διαβόητο Αλή Πασά των Ιωαννίνων, έναν δαιμόνιο και φιλόδοξο Οθωμανό ηγεμόνα.
Ο Αλή Πασάς ελέγχει μια εκτεταμένη επικράτεια και, αν και τυπικά υποτελής στο σουλτάνο, κυβερνά με μεγάλη αυτονομία και προσωπικό στρατό. Φήμες για την πολυτέλεια αλλά και τη σκληρότητα του πασά έχουν ήδη φτάσει στη Δύση. Ο νεαρός Βύρωνας, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Αγγλίας και ανερχόμενος ποιητής, γοητεύεται από το άγνωστο αυτό μέρος του κόσμου και αποφασίζει να το εξερευνήσει. Μαζί με τον φίλο του Τζον Κέιμ Χόμπχαουζ και μια μικρή συνοδεία, φτάνει δια θαλάσσης στην Πρέβεζα και κατευθύνεται προς τα Ιωάννινα, την πρωτεύουσα του Αλή.
Την εποχή εκείνη μαινόταν ο Πόλεμος της Ισπανίας και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, γεγονός που έκανε τα ταξίδια επικίνδυνα αλλά και γεμάτα ευκαιρίες για περιπέτεια. Ο Αλή Πασάς, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της οθωμανικής κεντρικής διοίκησης, είχε αναπτύξει σχέσεις με τους Γάλλους και τους Άγγλους, προσπαθώντας να αυξήσει την ισχύ του.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η άφιξη ενός Άγγλου λόρδου όπως ο Βύρωνας αποτελούσε γεγονός ενδιαφέρον για τον πασά. Ο ίδιος ο Βύρωνας, έχοντας μεγαλώσει με τις ρομαντικές ιδέες της Ανατολής, έβλεπε στο πρόσωπο του Αλή Πασά την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά έναν ανατολίτη ηγεμόνα και να ζήσει μια εμπειρία άξια να τη διηγηθεί.
Διαδρομή προς το Γιάννενα και πρόσκληση στο Τεπελένι
Ο Βύρωνας έφτασε στα Ιωάννινα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1809, ύστερα από τριήμερη δύσβατη πορεία από την ακτή. Μαζί του ταξίδευαν οδηγοί, φρουροί, υπηρέτες και φορτηγά ζώα που μετέφεραν εφόδια – ακόμα και κρεβάτια και λινά – καθώς το ταξίδι ήταν απαιτητικό μέσα από βουνά και φθινοπωρινές καταιγίδες.
Η πρώτη εικόνα των Ιωαννίνων μάγεψε τους Ευρωπαίους ταξιδιώτες: σπίτια, τρούλοι και μιναρέδες που άστραφταν μέσα από περιβόλια πορτοκαλιών και λεμονιών και κυπαρισσώνες – η λίμνη να απλώνεται γαλήνια στους πρόποδες της πόλης. Ωστόσο, αυτή η ονειρική εντύπωση γρήγορα σκιάστηκε από την τραχιά πραγματικότητα της εξουσίας του Αλή: στην είσοδο της πόλης είδαν το κομμένο χέρι ενός εκτελεσμένου ληστή κρεμόταν από ένα δέντρο, δεμένο από το δάχτυλο με ένα σκοινί. Ήταν ένα ωμό μήνυμα του πασά προς επίδοξους παραβάτες.
Ο ίδιος ο Αλή Πασάς απουσίαζε από τα Ιωάννινα εκείνες τις μέρες. Ο Βύρωνας φιλοξενήθηκε από τον Βρετανό πρόξενο Γουίλιαμ Ληκ, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι ο πασάς είχε ήδη ειδοποιηθεί για την παρουσία του. Πράγματι, ο Αλή είχε αφήσει εντολή: ο Άγγλος λόρδος να τον συναντήσει στο Τεπελένι, γενέτειρα και έδρα του στην αλβανική ενδοχώρα. Ο Βύρωνας αποδέχθηκε την πρόσκληση και ξεκίνησε την πορεία του προς το Τεπελένι.
Μέσα σε εννέα ημέρες ολοκλήρωσε το δύσκολο ταξίδι στα βουνά, το οποίο καθυστέρησε από τις καταρρακτώδεις βροχές και τους φουσκωμένους χειμάρρους. Πέρασε από χωριά και μοναστήρια, όπως της Ζίτζας, όπου διανυκτέρευσε σε ένα ελληνικό μοναστήρι μέσα σε μαγευτικό τοπίο. Όσο πλησίαζε στο Τεπελένι, η αγωνία και η προσμονή του νεαρού ποιητή κορυφώνονταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως η υποδοχή που του επιφυλασσόταν θα θύμιζε σκηνή βγαλμένη από ιστορικό έπος.
Άφιξη στο σαράι του Τεπελενίου
Όταν το απόγευμα φτάνει επιτέλους στο Τεπελένι, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, ο Βύρωνας αντικρίζει ένα θέαμα που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Μπροστά του απλώνεται το σαράι του Αλή Πασά, ένα εκτεταμένο συγκρότημα με τείχη και αυλές, σε μια πεδινή έκταση πλαισιωμένη από βουνά.
Στην άκρη δεσπόζει ένα τζαμί με τον μιναρέ του, ενώ δίπλα υψώνεται το διώροφο ανάκτορο με μεγάλες αψιδωτές στοές και ανοικτές στοές που θυμίζουν ευρωπαϊκό αρχοντικό. Στην ευρύχωρη αυλή μπροστά από το παλάτι, εκτυλίσσεται μια σκηνή σχεδόν θεατρική και μεσαιωνική στην όψη: παντού κινούνται έφιπποι αγγελιοφόροι, στρατιώτες σε παράταξη, υπηρέτες που οδηγούν περήφανα άλογα. Ο ήχος από πολεμικά τύμπανα αντηχεί ρυθμικά, ενώ από έναν μιναρέ ένας νεαρός μουεζίνης διαλαλεί την ώρα και καλεί σε προσευχή.
Ο ίδιος ο Βύρωνας περιγράφει γλαφυρά την εικόνα που αντίκρισε: Αρναούτες φρουροί φορώντας τα πλέον εντυπωσιακά ενδύματα στέκονταν σε ομάδες μπροστά στην μεγάλη ανοιχτή στοά του παλατιού. Μαζί τους διακρίνονταν Τάταροι ιπποκόμοι με ψηλά κάπελα, Τούρκοι αξιωματούχοι με βαριές γούνινες κάπες και περίτεχνα τουρμπάνια. Όλα έμοιαζαν οργανωμένα σε μια επίδειξη δύναμης και μεγαλοπρέπειας. «Όλα μαζί – οι στολές, οι ήχοι, το ίδιο το οικοδόμημα – συνέθεταν ένα πρωτόγνωρο και θαυμαστό θέαμα για έναν ξένο», έγραψε ο Βύρωνας γεμάτος έξαρση.
Η επίσημη υποδοχή από τον Αλή Πασά
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Βύρωνας δέχθηκε επίσημη πρόσκληση να παρουσιαστεί ενώπιον του Αλή Πασά. Ο Βύρωνας φόρεσε την καλύτερη στολή του – μια επίσημη στολή επιτελικού αξιωματικού που έφερε μαζί του, συμπληρωμένη με ένα εξαίσιο διακοσμημένο σπαθί. Οδηγείται λοιπόν στο εσωτερικό του σαραγιού, περνώντας ίσως από διαδρόμους με χαλιά και φρουρούς, ώσπου εισέρχεται στην αίθουσα ακροάσεων του πασά. Η συνάντηση πραγματοποιείται σε μια μεγάλη αίθουσα στρωμένη με μάρμαρο.
Στο κέντρο της αναβλύζει ένα σιντριβάνι, που με τον παφλασμό του δροσίζει ευχάριστα τον χώρο. Γύρω-γύρω κατά μήκος των τοίχων υπάρχουν χαμηλά ανάκλιντρα καλυμμένα με κατακόκκινα μεταξωτά μαξιλάρια – οι περίφημοι οθωμανικοί σοφάδες. Εκεί, λαμβάνει χώρα η υποδοχή. Ο Αλή Πασάς σηκώνεται όρθιος για να δεχτεί τον Άγγλο λόρδο. Με ένα πλατύ χαμόγελο, απλώνει το χέρι του και υποδεικνύει στον Βύρωνα να καθίσει στα δεξιά του. Ο διάλογος τους γίνεται μέσω διερμηνέα, ο οποίος ήταν ο προσωπικός γιατρός του Αλή, Φεμλάριο, που γνώριζε λατινικά και ανέλαβε χρέη διερμηνέα για την περίσταση.
Αυτό δείχνει και την προθυμία του Αλή να τιμήσει τον ξένο του: επιστρατεύει άνθρωπο μορφωμένο ώστε η επικοινωνία να γίνει ομαλά, δεδομένου ότι οι δύο άνδρες δεν μιλούσαν κοινή γλώσσα. Ο Αλή Πασάς αρχίζει την κουβέντα με ζωηρό ενδιαφέρον: ρωτά αμέσως «γιατί σε τόσο νεαρή ηλικία άφησες την πατρίδα σου;». Ο Βύρωνας εξηγεί το πάθος του για ταξίδια. Ο Αλή, χαμογελώντας, σχολιάζει κολακευτικά την εμφάνισή του, και τονίζει πως κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ευγενικής καταγωγής.
Λαμπρότητα και αντιθέσεις στο παλάτι
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο Τεπελένι, ο Βύρωνας έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά το περιβάλλον και τους ανθρώπους του Αλή Πασά. Οι αίθουσες είναι διακοσμημένες με πολύχρωμα χαλιά, μεταξωτές ταπετσαρίες και έπιπλα με ένθετα μαργαρίτες και ελεφαντόδοντο.
Ο Βύρωνας σχολιάζει πως τα παλάτια του Αλή και των μελών της οικογένειάς του ήταν λαμπρά και εντυπωσιακά. Οι άνθρωποι γύρω από τον πασά συμπληρώνουν τον πολύχρωμο καμβά της αυλής. Ο Βύρωνας συμμετείχε σε γεύματα, δοκίμασε τοπικά εδέσματα και γλυκά, θαύμασε τους χορούς των Αρβανιτών στρατιωτών και ίσως παρακολούθησε επίδειξη των περίφημων “Αμαζόνων”.
Ο χαρακτήρας του Αλή Πασά: γοητεία και φρίκη
Κατά τις συναντήσεις του με τον Βύρωνα, ο Αλή Πασάς παρουσιάζεται ως ένας ευγενικός οικοδεσπότης. Ο Βύρωνας τον περιγράφει ως εξήντα ετών, με γαλανά μάτια και λευκή γενειάδα. Τα τρόπια του είναι ήρεμα και γεμάτα αξιοπρέπεια. Ωστόσο, ο Βύρωνας σημειώνει πως η όψη του Αλή δεν προδίδει τον πραγματικό του χαρακτήρα, καθώς στην πραγματικότητα ήταν ένας αδυσώπητος τύραννος, ένοχος για τις πιο φρικτές αγριότητες. Οι ντόπιοι ψιθυρίζουν ιστορίες φρίκης για να περιγράψουν το αληθινό πρόσωπο του πασά. Αυτή η διττή φύση του Αλή Πασά εντυπωσίασε βαθιά τον Βύρωνα αλλά και άλλους Ευρωπαίους που τον γνώρισαν.
Αποχωρισμός και παρακαταθήκη
Μετά από μερικές εβδομάδες φιλοξενίας στην αυλή του Αλή Πασά, ο Βύρωνας πήρε τον δρόμο για την Αθήνα. Η συνάντηση αυτή υπήρξε καθοριστική για τον νεαρό λόρδο. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε τροφοδότησαν το έργο του, και στο φημισμένο ποίημά του “Childe Harold’s Pilgrimage”, ο Βύρωνας αφιέρωσε στροφές στις εμπειρίες του στην Ήπειρο, εξυμνώντας τους Αλβανούς ως έναν υπερήφανο και ελεύθερο λαό υπό την ηγεσία του Αλή Πασά.