Τι θα γινόταν αν η Ελλάδα είχε αποικίσει την Αμερική στην αρχαιότητα;
Αν ένας Έλληνας ναυτικός έφτανε στην Αμερική στην αρχαιότητα, τι πολιτισμικές συγκρούσεις, επιρροές και αναμείξεις θα άλλαζαν τον κόσμο;
Όταν οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν για τους Ηράκλειους Στήλες, εννοούσαν τα στενά του Γιβραλτάρ. Πέρα από αυτά, έλεγαν, υπάρχει η άγνωστη δύση, ένας απέραντος ωκεανός που οδηγεί στο άγνωστο. Κι όμως, για τους Φωκαείς και τους Ροδίτες, η θάλασσα δεν ήταν φραγμός, ήταν κάλεσμα. Οι αποικίες τους έφταναν στην Ιβηρική, στη Μασσαλία, ακόμα και στο Γιβραλτάρ. Κι αν ένας από αυτούς είχε συνεχίσει; Αν ένας Έλληνας εξερευνητής είχε διασχίσει τον Ατλαντικό, χίλια οκτακόσια χρόνια πριν τον Κολόμβο;
Τα αρχαία ελληνικά πλοία, κυρίως οι πεντήρεις και τα εμπορικά στρογγυλά σκάφη, δεν ήταν φτιαγμένα για τον ωκεανό. Ήταν σχεδιασμένα για τις νησιώδεις θάλασσες της Μεσογείου. Όμως υπάρχουν αναφορές ότι Έλληνες ναυτικοί είχαν βρεθεί σε “νησιά με δέντρα που δεν καρποφορούν σαν τα δικά μας, και θηρία που δεν μοιάζουν σε κανένα γνωστό.” Άλλοι περιγράφουν «γη πέρα από τον άνεμο του Δυτικού Βορέα», όπου ο ήλιος δύει με βία και η θάλασσα δεν έχει τέλος. Οι μαρτυρίες ήταν αόριστες, ποιητικές, αλλά οι πιθανότητες, τρομακτικά ρεαλιστικές.
Αν ένα τέτοιο σκάφος είχε παρασυρθεί στον Ατλαντικό από ρεύματα ή καταιγίδες και κατέληγε σε ακτές της σημερινής Καραϊβικής ή του Κεντρικού Μεξικού, δεν θα επέστρεφε. Όμως θα μπορούσε να ιδρύσει μια μικρή εγκατάσταση. Ένα εμπορικό σταθμό. Ίσως μια αποικία. Εκεί, ανάμεσα στους Μάγιας και τους Ολμέκους, ο ελληνικός πολιτισμός θα συναντούσε ένα άλλο αρχαίο σύμπαν, πολύ διαφορετικό, αλλά όχι λιγότερο πλούσιο. Η συνάντηση δεν θα ήταν κατάκτηση — δεν είχαν ούτε τα όπλα ούτε τον πληθυσμό για κάτι τέτοιο. Θα ήταν πολιτισμική όσμωση.
Οι Έλληνες ήταν έμποροι, φιλόσοφοι, καταγραφείς. Δεν θα έχτιζαν αυτοκρατορίες, αλλά θα άφηναν πίσω τους λέξεις, γεωμετρικά σχέδια, και ιδέες. Οι πυραμίδες του Τεοτιουακάν ίσως είχαν ελληνικές επιρροές. Η Μυθολογία των Αζτέκων ίσως είχε δανειστεί τους Ολύμπιους θεούς. Ίσως το αλφάβητο των Μάγιας να είχε εμπλουτιστεί με φοινικικά γράμματα. Και οι τοιχογραφίες του Παλένκε να απεικόνιζαν ανθρώπους με λευκούς χιτώνες και δάδες από ελιά.
Στον αρχαίο κόσμο, η γνώση ταξίδευε με τον μύθο. Κι αν υπήρχε ένας μύθος για ένα «λιμάνι στη δύση, όπου η μέρα δεν τελειώνει ποτέ», αυτό θα έφτανε μέχρι τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Εκεί, η ιστορία του ταξιδιού θα καταγραφόταν, και οι φιλόσοφοι θα συζητούσαν αν ο κόσμος είναι ένας ή δύο. Ο Αριστοτέλης ίσως μιλούσε για έναν δεύτερο ηπειρωτικό κύκλο, απέναντι από τον δικό μας. Και ο Ερατοσθένης θα έβρισκε τρόπους να υπολογίσει την απόσταση.
Η Ρώμη θα είχε αντιγράψει την αποικία. Το Βυζάντιο θα την είχε ενσωματώσει. Οι σταυροφόροι θα έφταναν όχι στην Ιερουσαλήμ, αλλά στις “Ελληνικές Ινδίες” της Δύσης. Και όταν η Αναγέννηση θα ξεκινούσε, δεν θα ξεκινούσε από τη Φλωρεντία — αλλά από τις ακτές ενός άλλου Αιγαίου, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.