Τον αποκεφάλισαν στο ίδιο του το σπίτι. Ήταν ο πιο ισχυρός Έλληνας πριν την Επανάσταση
Είχε χτίσει εκκλησίες, κυνηγήσει αρματολούς και προτείνει συμμαχία με τον Ναπολέοντα. Ήταν ο μοραγιάνης της Πελοποννήσου.
Ήταν ένας γέροντας σχεδόν εξήντα ετών, με άχρηστο το δεξί του χέρι από παλιό δολοφονικό χτύπημα, κι όμως παρέμενε το πιο ισχυρό πρόσωπο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο Ιωάννης Παπαγιαννόπουλος, γνωστότερος ως Ιωάννης Δεληγιάννης, είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε τον αποκαλούσαν μορογιάνη, δηλαδή διοικητή της Μοραΐτικης γης. Ήταν ο προεστός των προεστών. Κι αυτό τον έκανε εξαιρετικά επικίνδυνο.
Είχε μεγαλώσει στα Λαγκάδια της Αρκαδίας, με πατέρα τον Κανέλλο Παπαγιαννόπουλο και παππού ιερέα. Παντρεύτηκε τη Μαρία Πετροπούλου και έκανε έντεκα παιδιά. Το προσωνύμιο «Ντεληγιάννης» το απέκτησε από τον έντονο, ορμητικό του χαρακτήρα. Ντελής, δηλαδή τρελός.
Ήξερε να παίζει το παιχνίδι της εξουσίας καλύτερα από οποιονδήποτε. Όταν αποκεφαλίστηκε ο προεστός Ζαΐμης το 1787, ο Δεληγιάννης άρπαξε την ευκαιρία και έγινε ο κυρίαρχος της Πελοποννήσου. Οι Τούρκοι δεν τον εμπιστεύονταν, αλλά τον χρειάζονταν. Οι άλλοι προεστοί τον φθονούσαν, αλλά δεν μπορούσαν να τον παραμερίσουν.
Ένας Τούρκος από τα Λαγκάδια προσπάθησε να τον σκοτώσει το 1790, με εντολή του προύχοντα Χασεκή Αλήαγα. Τον πυροβόλησε μέσα από χριστιανικό σπίτι, στη δεξιά ωμοπλάτη. Ο υπηρέτης του σκότωσε επί τόπου τον δράστη, αλλά ο Δεληγιάννης έμεινε για πάντα με νεκρό το δεξί του χέρι. Δεν παραιτήθηκε. Αντιθέτως, δυνάμωσε.
Οργάνωσε εκστρατείες ενάντια σε ληστές και αρματολούς, έδωσε χάρη στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μόνο και μόνο για να τον κυνηγήσει αργότερα με τους Τούρκους. Δεν φοβόταν να συμμαχήσει, να προδώσει ή να επιβάλει φόρους για «θείους λόγους». Είχε χτίσει σχολεία και εκκλησίες, αλλά και επέβαλε τέτοια οικονομική πίεση στον λαό, που το 1803 οι κάτοικοι κατήγγειλαν τους φόρους του στον ίδιο τον Σουλτάνο.
Το 1807 έρχεται στην Τρίπολη ο Βελή Πασάς με 8.000 Αλβανούς και διορίζει δύο μορογιάνηδες: τον Δεληγιάννη και τον Σωτηράκη Λόντο. Μαζί στέλνουν ανθρώπους τους στον Αλή Πασά για προστασία. Όμως όταν η ισορροπία αλλάζει, όλα καταρρέουν. Το 1813, οι αντίπαλοι του Λόντου τον συκοφαντούν και ο Σωτηράκης αποκεφαλίζεται στα σκαλιά του Σεραγιού της Τρίπολης. Πολλοί είπαν ότι ο Δεληγιάννης είχε στήσει την πλεκτάνη. Οι Λόντοι το πίστεψαν.
Μετά τη θανάτωση του Λόντου, ο Δεληγιάννης έστειλε δικούς του ανθρώπους στις γαίες της οικογένειας Λόντου για να εδραιώσει εξουσία, πυροδοτώντας νέο μίσος. Ο ίδιος ήταν πλέον ηλικιωμένος, άρρωστος και κατάκοιτος. Μετέφερε την εξουσία του στον γιο του, Θεοδωράκη. Όμως οι εχθροί του δεν είχαν τελειώσει μαζί του.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1816, μπήκαν στο σπίτι του στα Λαγκάδια με σουλτανικό φιρμάνι. Δεν του έδωσαν καν τη δυνατότητα να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τον αποκεφάλισαν εκεί που κοιμόταν. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε ως τρόπαιο στον Σιακήρ πασά. Το σώμα του πετάχτηκε στον κήπο. Το αίμα έμεινε στους τοίχους για χρόνια.
Μετά την Επανάσταση, η οικογένεια Δεληγιάννη έχασε τα προνόμιά της. Ο γιος του, Κανέλλος, έγραψε απομνημονεύματα για να σώσει την τιμή του πατέρα του, αλλά οι αντιφάσεις του κειμένου έδειχναν πόσο βαθιά ήταν τα τραύματα που είχε αφήσει η εποχή του Δεληγιάννη.
Στην Αρκαδία σώθηκε ένα τραγούδι. Ένα τραγούδι που θυμάται τη σφαγή του αρχηγού, εκείνου που κάποτε κρατούσε την Πελοπόννησο στην παλάμη του:
«…και στα Λαγκάδια το χωριό σφάζουν τον Ντεληγιάννη,
ξήντα χρονώνε γέροντα, σαράντα μορογιάνη…»