Τον είχαν σκλάβο σε στάβλο. Έστελνε φαγητό στη Μέκκα με θαύμα. Τώρα προσκυνάνε το άφθαρτο σώμα του στην Εύβοια.
Ένας σκλάβος στον στάβλο, που με ένα θαύμα έστειλε φαγητό στη Μέκκα. Πέθανε άγνωστος. Τώρα προσκυνούν το άφθαρτο σώμα του στην Εύβοια.
Στην καρδιά της Καππαδοκίας, τον 18ο αιώνα, ένας αιχμάλωτος πολέμου κοιμόταν δίπλα σε ζώα, τυλιγμένος με κουρέλια. Ήταν δούλος Τούρκου αξιωματικού και έτρωγε ό,τι περίσσευε. Κανείς δεν περίμενε ότι θα τον θυμόταν ο κόσμος μετά τον θάνατό του. Πόσο μάλλον ότι θα τον προσκυνούσαν. Ήταν ο Ιωάννης ο Ρώσος — και δεν λύγισε ποτέ.
Ο αφέντης του προσπάθησε να τον εξισλαμίσει, μα δεν κατάφερε να του αλλάξει πίστη. Ο Ιωάννης κοιμόταν στον στάβλο, φρόντιζε τα άλογα, νήστευε, προσευχόταν, και το μόνο που ζήτησε ήταν να μην του πάρουν τον Χριστό. Όταν ο αγάς έφυγε για τη Μέκκα, συνέβη κάτι που έκανε όλους τους μουσουλμάνους της περιοχής να σωπάσουν.
Ο Ιωάννης ζήτησε να του δώσουν λίγο ρύζι. Το έβαλε σ’ ένα πήλινο πιάτο. Προσευχήθηκε και —λένε— το πιάτο εξαφανίστηκε. Εμφανίστηκε στα χέρια του αγά στη Μέκκα. Κανείς δεν πίστεψε το θαύμα, μέχρι που εκείνος γύρισε κρατώντας το ίδιο πιάτο. Τότε, ο κόσμος σταμάτησε να τον λέει σκλάβο. Άρχισε να τον λέει άγιο.
Αρνήθηκε να αλλάξει ζωή, παρ’ ότι του προσφέρθηκαν τιμές. Έμεινε στον στάβλο, ταΐζοντας τα ζώα και ψιθυρίζοντας προσευχές μέχρι που παρέδωσε την ψυχή του το 1730. Όταν πέθανε, οι χριστιανοί τον έθαψαν κρυφά. Το σώμα του δεν έλιωσε ποτέ.
Το 1930, σχεδόν δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, Έλληνες πρόσφυγες από το Προκόπι της Καππαδοκίας έφεραν το λείψανό του στην Εύβοια. Έχτισαν ναό στο όνομά του. Και το άφθαρτο σώμα του βρίσκεται ακόμα εκεί. Δεν έχει λιώσει. Δεν έχει σαπίσει. Δεν μυρίζει. Ούτε τότε. Ούτε σήμερα.
Κάθε χρόνο, χιλιάδες άνθρωποι από όλη την Ελλάδα έρχονται να τον δουν. Στέκονται μπροστά σ’ έναν άνθρωπο που έζησε σαν σκλάβος, πέθανε με ελάχιστους να τον γνωρίζουν και τώρα τον προσκυνούν βασιλιάδες, στρατηγοί και φτωχοί μαζί.