Τον πούλησαν σκλάβο στα 13. Γύρισε και έχτισε τη λαμπρότερη πόλη της Ελλάδας
Πουλήθηκε στα 13 του σε σκλαβοπάζαρο και επέστρεψε για να γράψει ιστορία. Η ζωή του Αμβρόσιου Δαμαλά είναι μια πραγματική ελληνική εποποιία.
Ήταν μόλις 13 χρονών όταν οι φλόγες και τα σπαθιά της Σφαγής της Χίου το 1822 τον άρπαξαν από τη ζωή του. Ο Αμβρόσιος Δαμαλάς πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, μαζί με χιλιάδες άλλους Χιώτες, χωρίς να ξέρει αν θα ξανάβλεπε ποτέ την πατρίδα ή την οικογένειά του.
Στην αιχμαλωσία βρήκε έναν αδελφό. Ο Γεώργιος Σουρίας, συνομήλικος και συμμοίραστος της συμφοράς, έγινε ο αχώριστος φίλος του στα τρία χρόνια σκλαβιάς. Μαζί σχεδίασαν τη μεγάλη τους απόδραση: ένα ρωσικό πλοίο, μια αβέβαιη σωτηρία, και η εγκατάλειψή τους στις ακτές του Ευξείνου Πόντου.
Μετά από περιπλανήσεις γεμάτες πείνα και κίνδυνο, ο νεαρός Δαμαλάς βρέθηκε κοντά στην Οδησσό. Εκεί, σε ένα μικρό ελληνικό κατάστημα, υπηρέτης πρώτα και μαθητής έπειτα, ξαναέχτισε την ψυχή και τη μοίρα του. Η εργατικότητα και η ευγένειά του κέρδισαν την εύνοια της τύχης.
Ένας συγγενής από τη ρίζα της μητέρας του, ο Δημήτριος Μαυρογορδάτος, τον αναγνώρισε. Τον προστάτευσε, τον έστειλε στη Νάξο, κι έπειτα στη Σύρο. Εκεί, σε μια πόλη που τότε άρχιζε να γίνεται το λαμπρότερο κέντρο του νέου ελληνικού κράτους, ο Αμβρόσιος αντάμωσε ξανά την αδελφή του, που είχε δραπετεύσει από χαρέμι.
Με ό,τι απέμεινε από την κατεστραμμένη περιουσία τους και με τη σπάνια του τόλμη, έριξε άγκυρα στο εμπόριο. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς παράγοντες της Σύρου. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της προκοπής.
Το 1851 εκλέχθηκε δημοτικός πάρεδρος και το 1853, δήμαρχος Ερμουπόλεως. Η θητεία του σημάδεψε τη χρυσή εποχή της πόλης: δρόμοι, πλατείες, σχολεία, ορφανοτροφεία, ακόμα και η ίδρυση της Ελληνικής Ατμοπλοΐας φέρουν τη σφραγίδα του.
Αντιμετώπισε επιδημίες όπως η χολέρα με αυταπάρνηση, στάθηκε δίπλα στους πρόσφυγες, εξασφάλισε τροφή όταν οι πολεμικές κρίσεις έπνιγαν το εμπόριο. Κάθε πέτρα της νέας Ερμούπολης, κάθε πλακόστρωτο και κάθε τάξη γεμάτη μαθητές, είχε μέσα της και λίγο από τη δική του προσωπική νίκη ενάντια στη μοίρα.
Η πολιτική θύελλα του 1862, με την εξέγερση εναντίον του Όθωνα, τον έριξε από το αξίωμα. Ο φόβος της καταστροφής για την πόλη τον έκανε να ταλαντευτεί, και αυτό του στοίχισε. Αναγκάστηκε να φύγει στη Μασσαλία.
Ακόμα και εξόριστος, δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα. Στη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης, προσέφερε βοήθεια και πόρους στους επαναστάτες, αποδεικνύοντας πως η καρδιά του έμεινε πάντα στη γη που τον πρόδωσε και τον τίμησε μαζί.
Το 1869, οι πολίτες της Ερμούπολης, αυτοί που είχαν δει τη ζωή τους να ανθίζει χάρη σε αυτόν, του απέστειλαν χρυσό αδαμαντοκόλλητο μετάλλιο. Λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου, ο Αμβρόσιος Δαμαλάς άφησε την τελευταία του πνοή στη Μασσαλία. Η σορός του μεταφέρθηκε πίσω στην Ερμούπολη, στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου, για να αναπαυθεί εκεί που είχε καταφέρει να στήσει το μεγαλύτερο του έργο: μια πόλη φωτεινή σαν όνειρο.