Τον σκότωσαν ο ξάδερφος της κακούργας πεθεράς του, η γυναίκα του και η υπηρέτριά τους
Η υπόθεση του Δημήτριου Αθανασόπουλου ήταν ένα από τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Η δολοφονία του Δημήτριου Αθανασόπουλου στις αρχές του 1931 σόκαρε την ελληνική κοινωνία. Ένα έγκλημα γεμάτο μυστήριο, οικογενειακές συγκρούσεις και πρωτόγνωρη αγριότητα, που εξελίχθηκε στην περιοχή Χαροκόπου της Καλλιθέας, κρατώντας τη χώρα σε αγωνία για μήνες. Ο τεμαχισμός του θύματος, η ανατριχιαστική απόπειρα απόκρυψης του πτώματος και η εμπλοκή σχεδόν ολόκληρης της οικογένειάς του, έδωσαν στην υπόθεση διαστάσεις που την καθιστούν ένα από τα πιο διαβόητα εγκλήματα της ελληνικής ιστορίας.
Στις 6 Ιανουαρίου 1931, το πτώμα του εργολάβου Δημήτριου Αθανασόπουλου βρέθηκε τεμαχισμένο μέσα σε δύο τσουβάλια στις όχθες του Κηφισού. Η ανακάλυψη προκάλεσε σοκ, καθώς η εικόνα του ακρωτηριασμένου σώματος έμοιαζε βγαλμένη από σκηνή φρίκης. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε άμεσα και η έρευνα οδήγησε γρήγορα στο σπίτι του θύματος. Εκεί, οι ύποπτοι αποδείχθηκε πως ήταν άτομα από τον πιο κοντινό του κύκλο. Η γυναίκα του, Φούλα Αθανασοπούλου, η πεθερά του, Άρτεμις Κάστρου, η υπηρέτριά τους, Γιαννούλα Μπέλλου, και ο ξάδερφος της πεθεράς του, Δημήτριος Μοσκιός, αποδείχθηκαν οι δράστες της φρικτής δολοφονίας.
Ο Αθανασόπουλος είχε διαταραγμένες σχέσεις με τη σύζυγό του και την πεθερά του, ενώ οι συχνοί καβγάδες είχαν οδηγήσει στην απόφαση να ζει σε ξενοδοχείο και να επισκέπτεται το σπίτι του μόνο για να βλέπει τα παιδιά του. Εκείνο το βράδυ, όμως, επέστρεψε στο σπίτι και βρέθηκε αντιμέτωπος με μια στημένη παγίδα. Ο Μοσκιός τον πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι και στη συνέχεια, οι υπόλοιποι συμμετείχαν στον στραγγαλισμό και τον τεμαχισμό του. Τα κομμάτια του σώματός του τυλίχτηκαν προσεκτικά σε πανιά και σάκους, τα οποία ράφτηκαν με ακρίβεια για να εξαφανιστεί το πτώμα.
Η υπόθεση προκάλεσε μαζική υστερία στην κοινή γνώμη. Οι εφημερίδες αφιέρωναν καθημερινά πρωτοσέλιδα στην εξέλιξη της έρευνας και της δίκης, με τις λεπτομέρειες να σοκάρουν ακόμα και τους πιο έμπειρους δημοσιογράφους. Οι ένοχοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές: η Φούλα Αθανασοπούλου και η Άρτεμις Κάστρου καταδικάστηκαν σε θάνατο, η υπηρέτρια σε ισόβια και ο Μοσκιός σε 20 χρόνια φυλάκιση. Η κοινωνία ζητούσε εκδίκηση και η δίκη εξελίχθηκε σε λαϊκό θέαμα, με το πλήθος να αποδοκιμάζει τους κατηγορούμενους στις μεταγωγές τους.
Η απήχηση της υπόθεσης ήταν τόσο μεγάλη που μετατράπηκε ακόμα και σε τραγούδι. Το «Κακούργα πεθερά» ή «Καημένε Αθανασόπουλε» σε μουσική και στίχους του Ιακώβου Μοντανάρη, κυκλοφόρησε το 1931 και έγινε ένα από τα πιο διάσημα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Παράλληλα, η υπόθεση ενέπνευσε θεατρικές επιθεωρήσεις και αναφορές στον λαϊκό πολιτισμό, ενώ το όνομα του Αθανασόπουλου έγινε συνώνυμο με την προδοσία και τη μοιραία οικογενειακή σύγκρουση.
Παρόλο που η θανατική ποινή για τις δύο γυναίκες μετατράπηκε σε ισόβια, η κοινωνική κατακραυγή δεν σταμάτησε ποτέ. Οι δράστες φυλακίστηκαν, αλλά η ιστορία τους εξακολουθεί να στοιχειώνει τη συλλογική μνήμη. Μια δολοφονία που έγινε τραγούδι, μια ιστορία που αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία.