Τους έπαιρναν από το χωράφι με το ζόρι. Έτσι γινόταν η στράτευση στην Ελλάδα πριν το ’50
Δεν υπήρχε φάκελος, ειδοποίηση ή προθεσμία. Μόνο ο χωροφύλακας, το χωράφι, και μια φωνή
Δεν υπήρχαν ειδοποιήσεις, ούτε χαρτιά με οδηγίες και ημερομηνίες. Το στρατολογικό χαρτί έφτανε στα χέρια του χωροφύλακα, που πήγαινε με τα πόδια στο χωριό και έδειχνε στον παπά ή στον κοινοτάρχη ποιον έπρεπε να βρει. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν γράμματα. Κι έτσι, το άγγελμα έφτανε με φωνές: «ο Μήτσος να παρουσιαστεί στον Σταθμό».
Αν ο Μήτσος έλειπε στο αμπέλι ή στα πρόβατα, τον έβρισκαν εκεί. Δεν περίμεναν να επιστρέψει. Τον έπαιρναν επιτόπου, με τα ρούχα της δουλειάς. Τον κατέβαζαν με το ζόρι αν χρειαζόταν. Τα περιστατικά με άντρες που πήγαν στον στρατό με λασπωμένες τσάπες ή με τον παππού να φωνάζει «αφήστε τον, έχει σπείρει μισό χωράφι ακόμα» ήταν καθημερινά.
Οι φτωχοί χωρικοί δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ο γιος τους θα έλειπε δύο χρόνια από το σπίτι. Ούτε χρήματα υπήρχαν, ούτε τρόπος επικοινωνίας, ούτε ασφάλεια. Κι όμως, η πολιτεία έβλεπε το σώμα τους σαν ένα γρανάζι ακόμη στη μεγάλη μηχανή της εθνικής άμυνας. Είτε είχες μωρό παιδί, είτε άρρωστη μάνα, δεν ενδιέφερε κανέναν.
Υπήρχαν χωριά που είχαν πάνω από 50 νέους και όλοι παρουσιάζονταν την ίδια εβδομάδα. Το χωριό άδειαζε. Έμεναν μόνο οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά. Οι γυναίκες έκαναν όλες τις δουλειές: όργωναν, κουβαλούσαν ξύλα, άλεθαν στάρι. Τα γράμματα από το μέτωπο ή από τα κέντρα εκπαίδευσης τα διάβαζαν ο παπάς και ο δάσκαλος, δυνατά για να τα ακούσουν όλοι.
Η θητεία διαρκούσε μέχρι και 36 μήνες. Ήταν σπάνιο να επιστρέψεις στο σπίτι πριν περάσουν τουλάχιστον δύο χρόνια. Αν δε σου τύχαινε πόλεμος ή επιστράτευση, μπορούσες να θεωρείσαι τυχερός. Αλλιώς, σε έστελναν χωρίς προειδοποίηση στην Κορέα, στην Κύπρο ή στον Έβρο, χωρίς επισκέψεις, χωρίς εξόδους, χωρίς καν άδεια σε περίπτωση γέννας ή θανάτου.
Οι πιο ευκατάστατοι μπορούσαν να βγάλουν «πιστοποιητικό αναβολής για λόγους υγείας». Έλεγες πως έχεις καρδιά ή άσθμα, πλήρωνες τον γιατρό, και το χαρτί ερχόταν. Για τους υπόλοιπους, υπήρχε μονάχα το δίλημμα: θα καταταγείς ή θα σε βρούνε. Κι αν σε βρούνε, δεν σε περιμένει μονάχα η θητεία αλλά και ποινή για ανυποταξία. Κι αυτή τη λέξη την έτρεμε κάθε οικογένεια.
Μετά τον πόλεμο, υπήρχαν παιδιά που στρατεύτηκαν στα 17 για να «σβήσουν» την ανυποταξία του πατέρα τους. Η θητεία τους δεν ήταν επιλογή αλλά υποχρέωση από ένα χρέος που δεν δημιούργησαν. Και δεν επέστρεφαν πάντα. Υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να πέσεις σε ναρκοπέδιο ή να σε τσακίσει η κακουχία. Για τις μάνα τους, έμενε μόνο το μετάλλιο σε ένα συρτάρι.