Ο Αντόνιο, η Ελιζαμπέτα, ένα Smart που έμεινε – και μια αγάπη που ξεκίνησε στη μέση του δρόμου
Δεν ήταν σε κάποιο γήπεδο, ούτε μπροστά σε μια κάμερα. Ήταν σε ένα μπαρ της γειτονιάς, ένα χαλασμένο Smart, και ένα βλέμμα πατέρα που τα έλεγε όλα.
Δεν ήταν Πρέμιερ Λιγκ, δεν ήταν Σέριε Α. Ήταν Σικελία. Ένα μπαρ, μια κόρη, ένας πατέρας, και μια Porsche που δεν είχε μανιβέλα. Αυτή είναι η πιο ανθρώπινη, η πιο αυθεντική ιστορία του Αντόνιο Κόντε.
Σεπτέμβρης, πρωί. Ο Αντόνιο Κόντε κάθεται στο μπαρ της γειτονιάς, χαλαρά, με την παρέα του. Ανάμεσά τους κι ο κύριος Τζάνι. Γείτονας, Σικελός, άνθρωπος παλιάς κοπής. Ήσυχος, κύριος. Και πατέρας της Ελιζαμπέτα.
Η Ελιζαμπέτα εμφανίζεται ξαφνικά. «Καλημέρα σε όλους» λέει, κι ο Κόντε θυμάται το χαμόγελό της. «Α, είσαι κι εσύ εδώ Αντόνιο;» τον ρωτά. Και του πετάει την πρώτη σπίθα: «Είσαι ήδη σε φόρμα». Ένα κοπλιμέντο με τον πατέρα της δίπλα. Κι όμως, αυτός καταλαβαίνει.
Λίγες μέρες αργότερα, της τηλεφωνεί. Πρώτο ραντεβού. Αλλά η τύχη —ή κάτι παραπάνω— του παίζει ένα περίεργο παιχνίδι. Δεν έχει το αυτοκίνητό του και δανείζεται το Smart ενός φίλου. Κάνουν μερικά μέτρα… και το Smart σταματάει. Στη μέση του δρόμου. Βραδιά. Σιωπή. Γέλιο. Ένα βλέμμα. Και ένα φιλί που έρχεται φυσικά, σαν να είχε αργήσει ήδη. Χέρι-χέρι επιστρέφουν με τα πόδια. Ούτε κινητά, ούτε GPS. Μόνο αυτοί οι δύο και ένα ξεφούσκωτο αυτοκίνητο που είχε μόλις γράψει ιστορία.
Λίγο μετά, βγαίνουν ξανά. Κι εκείνος, τολμά και την παίρνει από το σπίτι. Αυτή τη φορά με την Porsche του. Κατεβαίνει, της ανοίγει την πόρτα. Εκείνη κάθεται και ψάχνει… το χερούλι για το παράθυρο. Δεν υπάρχει. «Η Porsche δεν έχει τέτοια πράγματα», της λέει γελώντας. Η απάντησή της, σαν σφραγίδα χαρακτήρα: «Εμένα αυτά τα αυτοκίνητα δεν μου αρέσουν». Κι ίσως είχε δίκιο. Ίσως τα Smart να γράφουν μεγαλύτερες ιστορίες από τις Porsche.
Μια άλλη φορά, τους βλέπει ο πατέρας της. Ο Τζάνι. Κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, σοβαρός. Ο Αντόνιο προσπαθεί να δείχνει άνετος. «Καλησπέρα, Τζάνι». Ο γείτονας τον καρφώνει με βλέμμα που δεν σήκωνε αστεία: «Πρόσεχε, Αντόνιο. Έχω μόνο μία κόρη».
Αλλά ήταν αργά. Η ιστορία είχε ήδη αρχίσει. Και την έγραψαν εκείνοι, όχι στα πρωτοσέλιδα και στα γήπεδα. Αλλά στους δρόμους μιας σικελικής γειτονιάς, στα παγκάκια, στα φώτα της νύχτας. Μια ιστορία χωρίς τρόπαια. Χωρίς γκολ. Αλλά με ψυχή, απ’ αυτές που κρατάνε για μια ζωή.
ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΠΗΡΕΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΝΟΥΣ;