Οι 2 Σπαρτιάτες που πήγαν μόνοι τους στον Ξέρξη για να τους σκοτώσει. Γιατί δεν τους σκότωσε;
Σκοτώθηκαν Πέρσες πρέσβεις στη Σπάρτη. Κι όμως, χρόνια μετά, δύο νεαροί Σπαρτιάτες ταξίδεψαν μόνοι τους για να δώσουν τη ζωή τους.
Ήταν νέοι, αριστοκρατικής καταγωγής, και δεν τους διέταξε κανείς. Μόνοι τους πήγαν να πεθάνουν. Για μια πράξη που έκανε η πατρίδα τους χρόνια πριν. Στην αυλή του πιο ισχυρού άνδρα του κόσμου, στάθηκαν ακίνητοι και είπαν: «Είμαστε εδώ για να πεθάνουμε». Κι όμως, ο βασιλιάς των Περσών δεν τους άγγιξε. Τους κοίταξε και τους άφησε να φύγουν.
Το 491 π.Χ., ο Δαρείος, πατέρας του Ξέρξη, είχε στείλει πρεσβευτές στις ελληνικές πόλεις για να ζητήσουν «γη και ύδωρ». Οι Αθηναίοι τους έριξαν σε βάραθρο. Οι Σπαρτιάτες σε πηγάδι. Τέτοια πράξη σήμαινε προσβολή στη διεθνή τιμή και καταπάτηση του ιερού δικαιώματος των αγγελιοφόρων. Ήταν σαν να ανακήρυσσαν πόλεμο πριν έρθει ο στρατός.
Χρόνια μετά, όταν ο Ξέρξης ανέβαινε στο θρόνο και ετοίμαζε την εκστρατεία του στην Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες φοβήθηκαν την τιμωρία. Και τότε, σε μια πράξη που δεν έχει ξαναγίνει σε κανέναν λαό, δύο πολίτες προσφέρθηκαν να πεθάνουν. Ο ένας λεγόταν Σπερθίας και ο άλλος Βούλης. Δεν ήταν απλοί άνθρωποι. Ήταν από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Σπάρτης. Και ήξεραν τι σημαίνει τιμή.
Ξεκίνησαν μόνοι τους για τη Σούσα, διασχίζοντας τον μισό κόσμο, για να σταθούν μπροστά στον Ξέρξη και να του πουν: «Ήρθαμε για να πεθάνουμε. Η πατρίδα μας σκότωσε τους πρέσβεις σας. Και ήρθαμε να πληρώσουμε». Ο Ξέρξης, που είχε συνηθίσει να βλέπει υποκλίσεις, είδε δύο ανθρώπους να στέκονται όρθιοι και να του προσφέρουν τις ζωές τους.
Ο Ηρόδοτος λέει πως ο Ξέρξης τους λυπήθηκε. Όχι επειδή φοβήθηκε, ούτε επειδή τους σεβάστηκε — αλλά γιατί δεν ήθελε να κατέβει στο επίπεδό τους. Τους είπε ότι δεν θεωρούσε το αίμα τους ικανό να εξιλεώσει τη Σπάρτη. Και τους άφησε να φύγουν. Ήταν μια πράξη περιφρόνησης, αλλά και ένα πολιτικό μήνυμα: “Εγώ δεν σκοτώνω αγγελιοφόρους.”
Κι όμως, αυτή η σκηνή μένει στην Ιστορία ως ένα παράδειγμα θάρρους χωρίς προηγούμενο. Δύο άνδρες που δεν είχαν φταίξει σε τίποτα, δεν διέφυγαν, δεν κρύφτηκαν, δεν πρόβαλαν δικαιολογίες. Πήγαν να δώσουν τη ζωή τους. Και γύρισαν πίσω ζωντανοί. Όχι επειδή σώθηκαν, αλλά γιατί η γενναιότητά τους ήταν μεγαλύτερη από την εκδίκηση του εχθρού.