Καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή στήριξε τον Κολοκοτρώνη. Στη Γερμανία υπάρχει προτομή του.
Στάθηκε δίπλα στον Κολοκοτρώνη, φυλακίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και συνέχισε να υπηρετεί.
Ο Δημήτρης Πλαπούτας γεννήθηκε το 1786 στην Παλούμπα Γορτυνίας, γιος του κλέφτη Νικόλα-Κόλια Πλαπούτα. Από νωρίς μπήκε στον κόσμο των όπλων, της αντίστασης και της τιμής. Υπηρέτησε στα ελληνικά σώματα του βρετανικού στρατού στη Ζάκυνθο και το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ήταν ένας από εκείνους που δεν περίμεναν το κάλεσμα – το είχαν ήδη ακούσει μέσα τους.
Με την έκρηξη της Επανάστασης συγκρότησε δικό του στρατό, με 800 ως 1.000 άντρες. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στη Χαλανδρίτσα. Ήταν πιστός συνοδοιπόρος του Κολοκοτρώνη, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στις πιο δύσκολες ώρες. Και αυτή η πίστη είχε τίμημα.
Μετά την απελευθέρωση και κατά την Αντιβασιλεία, ο Πλαπούτας βρέθηκε κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία. Η στήριξή του στον Κολοκοτρώνη θεωρήθηκε απειλή. Καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε. Η ποινή του όμως ανεστάλη χάρη στη γενική αμνηστία, και ο ίδιος δεν ζήτησε ποτέ εκδίκηση. Δεν μίλησε σκληρά. Συνέχισε να υπηρετεί.
Εξελέγη βουλευτής Καρύταινας και γερουσιαστής. Διορίστηκε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα και διοικητής της 12ης Τετραρχίας Αρκαδίας. Και όμως, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πατρίδα του. Πέθανε το 1864 στον πύργο της οικογένειας, στο ίδιο χωριό όπου γεννήθηκε. Ο εγγονός του, Δημήτριος Γ. Πλαπούτας, συνέχισε το όνομα.
Σήμερα, λίγοι γνωρίζουν πως στο Οττομπρούν της Βαυαρίας –εκεί όπου τιμώνται οι φιλέλληνες του Λούντεν και του Χάιντεν– υπάρχει προτομή του Δημήτρη Πλαπούτα. Οι Γερμανοί τίμησαν την ιστορική του παρουσία. Μια τιμή που δείχνει πως η αναγνώριση δεν γνωρίζει σύνορα.
Ο Πλαπούτας ανήκει στους ανθρώπους που δεν αναζήτησαν δόξα. Που στάθηκαν δίπλα στους συμπολεμιστές τους μέχρι τέλους, ακόμα κι όταν τους έβαλε στο στόχαστρο η ίδια τους η πατρίδα. Η ζωή του είναι μια από τις πιο γνήσιες εκδοχές του τι σημαίνει πίστη, αφοσίωση και σιωπηλή προσφορά.