Σκότωσε τον αδελφό του και 20.000 αθώους. Πλήρωσε ακριβά το τίμημα
Ο Καρακάλλας σκότωσε τον αδελφό του, έπνιξε στο αίμα την Αλεξάνδρεια και πέθανε ταπεινωμένος, σε μια ιστορία γεμάτη προδοσία και εκδίκηση.
Γεννήθηκε στη Λυών της Γαλατίας το 188 μ.Χ., μέσα σε μια εποχή που το αίμα και η προδοσία ήταν το νόμισμα της εξουσίας. Ο Καρακάλλας, γιος του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου και της πανίσχυρης Ιουλίας Δόμνας, μεγάλωσε με την ιδέα ότι η δύναμη δεν μοιράζεται. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ανέβηκε στον θρόνο μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Γέτα. Για λίγους μήνες έπαιξαν το παιχνίδι της συγκατοίκησης στην εξουσία. Ύστερα, έσταξε το πρώτο αίμα.
Τον Δεκέμβριο του 211, μέσα στα βασιλικά διαμερίσματα και παρουσία της ίδιας τους της μητέρας, ο Καρακάλλας δολοφόνησε τον Γέτα. Δεν αρκέστηκε σε αυτό. Διέταξε να εξοντωθούν χιλιάδες υποστηρικτές του αδελφού του. Ολόκληρη η Ρώμη πνίγηκε στο φόβο. Οι δρόμοι γέμισαν θρήνους και σιωπηλά βλέμματα. Ο θρόνος του Καρακάλλα ήταν γεμάτος αίμα.
Όταν οι Αλεξανδρινοί έμαθαν για τη δολοφονία και τόλμησαν να σατιρίσουν τον αυτοκράτορα, υπέγραψαν τη θανατική τους καταδίκη. Το 215 μ.Χ., με μια προσχεδιασμένη τελετή υποδοχής, συγκέντρωσαν τον κόσμο μπροστά από τις πύλες της πόλης για να τον προϋπαντήσουν. Ο Καρακάλλας έδωσε το σύνθημα και οι λεγεωνάριοί του έσφαξαν αλύπητα περισσότερους από 20.000 ανθρώπους. Η Αλεξάνδρεια πνίγηκε στο αίμα μέσα σε λίγες ώρες.
Ο Καρακάλλας δεν κυβέρνησε με νόμους και συμβούλια. Κυβέρνησε με φόβο και με λεγεώνες. Ανέβασε τους μισθούς των στρατιωτών σε δυσθεώρητα επίπεδα, όπως τον είχε συμβουλέψει ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει: «Φρόντιζε τους στρατιώτες και αδιαφόρησε για όλους τους άλλους». Για να τους πληρώνει, υποτίμησε τα νομίσματα, ελαττώνοντας την περιεκτικότητα σε ασήμι. Ο λαός πείναγε. Ο στρατός πανηγύριζε.
Το 212 μ.Χ., με ένα διάταγμα που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο, παραχώρησε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Όχι από μεγαλοψυχία. Από απελπισία να γεμίσει τα άδεια ταμεία με περισσότερους φόρους. Από εκείνη τη μέρα, όλοι οι Έλληνες έγιναν επίσημα Ρωμαίοι. Και η λέξη “Ρωμιός” ταξίδεψε μέσα στους αιώνες, κουβαλώντας μια σφραγίδα αίματος.
Ο Καρακάλλας ήξερε ότι είχε γίνει μισητός. Όχι μόνο στη Ρώμη. Παντού. Τον Απρίλιο του 217, ταξιδεύοντας από την Έδεσσα προς την Παρθία, έκανε μια στάση στον δρόμο, κοντά στη Χαρράν. Εκεί, την ώρα που κατουρούσε ανυποψίαστος στην άκρη του μονοπατιού, τον πλησίασε ο Ιούλιος Μαρτιάλης, μέλος της προσωπικής του φρουράς. Με μια μαχαιριά τον έριξε νεκρό μέσα στη σκόνη.
Ο Μαρτιάλης σκοτώθηκε αμέσως μετά από έναν τοξότη της συνοδείας. Ο Καρακάλλας όμως δεν πρόλαβε να σώσει τίποτα από τη ζωή του, ούτε από τη φήμη του. Ο αυτοκράτορας που σκότωσε τον αδελφό του και 20.000 αθώους πλήρωσε ακριβά το τίμημα: πέθανε ταπεινωμένος, μόνος, και ξεχασμένος.