Τον πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. «Ξέρω να κυβερνώ ανθρώπους» είπε, και τον πήραν για δάσκαλο.
Δεν είπε «είμαι καλός εργάτης». Δεν είπε «ξέρω να μαγειρεύω». Ο Διογένης, ενώ ήταν δεμένος και έτοιμος να πουληθεί, είπε πως ξέρει να κυβερνά ανθρώπους.
Δεν ήξερε αν θα κατέληγε στα ορυχεία, στα χωράφια ή στο σπίτι κάποιου σκληρού κυρίου. Ο Διογένης, γιος τραπεζίτη από τη Σινώπη, είχε πιαστεί και οδηγηθεί στην Κόρινθο, δεμένος, ταπεινωμένος, με προορισμό τα σκλαβοπάζαρα. Δεν κραύγασε, δεν παζάρεψε, δεν ικέτευσε. Κι όταν τον ρώτησαν τι ξέρει να κάνει, απάντησε: «Άρχειν ανθρώπων». Να κυβερνά ανθρώπους. Έτσι, απλά.
Ο δουλέμπορος γέλασε. Ο υποψήφιος αγοραστής, ο πλούσιος Κορίνθιος Ξενιάδης, δεν γέλασε. Χαμογέλασε μόνο. Δεν άκουγε ένα καπρίτσιο, άκουγε κάτι που του θύμιζε Σωκράτη. Αγόρασε τον Διογένη και του ανέθεσε τη διδασκαλία των παιδιών του, όχι επειδή πίστευε πως ήταν μορφωμένος, αλλά επειδή κατάλαβε πως ήξερε να σκέφτεται. Και ίσως, τελικά, αυτό ήταν το μόνο που ήξερε να κάνει καλύτερα από όλους.
Ο Διογένης δεν έχασε ποτέ την ταυτότητά του. Έμεινε λιτός, υπονομευτικός, πικρόχολος με την υποκρισία της εποχής του. Στο Κράθειον, προάστιο της Κορίνθου, δίδαξε τα παιδιά του Ξενιάδη όχι αριθμητική και γεωμετρία, αλλά ελευθερία, αυτάρκεια και αδιαφορία για την κοινή γνώμη. Δεν τους έμαθε να διαβάζουν, τους έμαθε να σκέφτονται.
Ο ίδιος έλεγε πως είναι πολίτης του κόσμου. Δεν ανήκε σε πόλη, ούτε σε αφέντη. Η δουλεία του σώματος ήταν προσωρινή – το πνεύμα του παρέμεινε ακέραιο. Η μέρα που πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα έγινε η μέρα που γύρισε το παιχνίδι. Από εμπόρευμα έγινε δάσκαλος. Από αιχμάλωτος, κυρίαρχος της σκέψης των άλλων.
Κι όταν κάποτε τον ρώτησαν τι έμαθε απ’ όλα αυτά, είπε: «Οι ελεύθεροι φοβούνται να μιλήσουν. Οι δούλοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν».