Δεν πρόλαβε να θάψει τον γιο του. Τον σκότωσαν την ίδια μέρα. Η γυναίκα του πέθανε εννιά μέρες μετά.
Στις 13 Νοεμβρίου 1093, ο Μάλκολμ Γ’ της Σκωτίας σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του. Η σύζυγός του, Αγία Μαργαρίτα, πέθανε από τη λύπη εννιά μέρες αργότερα.
Ο Μάλκολμ Γ’ της Σκωτίας είχε βασιλέψει επί τριάντα πέντε χρόνια, περισσότερα από κάθε άλλο βασιλιά της εποχής του. Είχε πολεμήσει, είχε χάσει παιδιά, είχε χτίσει δυναστεία, αλλά δεν είχε χάσει ποτέ τη φλόγα της σύγκρουσης. Και ήταν αυτή η φλόγα που τον οδήγησε στον θάνατο.
Το 1093, η σχέση του με τον βασιλιά της Αγγλίας, Γουλιέλμο Ρούφο, είχε διαρραγεί. Ο Μάλκολμ είχε ζητήσει μια ειρηνική συνάντηση. Αντ’ αυτού, τον αγνόησαν. Ένιωσε προσβεβλημένος, προδομένος και αποφασισμένος. Επέστρεψε στη Σκωτία, συγκέντρωσε στρατό και προετοιμάστηκε να εισβάλει στη Νορθουμβρία για τελευταία φορά.
Πήρε μαζί του τον πρωτότοκο γιο του με την Αγία Μαργαρίτα, τον Εδουάρδο. Δεν ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε ζωντανό. Λίγες μέρες μετά, στις 13 Νοεμβρίου, έπεσε σε ενέδρα κοντά στο Άλνουικ. Ο ίδιος σκοτώθηκε επί τόπου. Ο γιος του τραυματίστηκε βαριά και ξεψύχησε λίγο αργότερα. Πατέρας και γιος πέθαναν την ίδια μέρα, χωρίς να προλάβει ο ένας να θάψει τον άλλον.
Η είδηση έφτασε στη βασίλισσα του. Η Μαργαρίτα δεν άντεξε. Είχε ήδη αρρωστήσει σοβαρά, αλλά το άκουσμα των θανάτων την κατέστρεψε ψυχικά. Πέθανε εννιά μέρες μετά, λένε οι χρονικογράφοι, από λύπη. Έφυγε σαν Αγία, με τη φήμη της γυναίκας που πολιτισμικά μεταμόρφωσε τη Σκωτία και που πέθανε από την αγάπη για τον άντρα και τα παιδιά της.
Το σώμα του Μάλκολμ θάφτηκε πρόχειρα, μακριά από το βασίλειό του, στη μονή του Τίνεμαουθ. Δεν ήταν εκεί η θέση του. Ούτε δίπλα στη Μαργαρίτα, ούτε καν στη Σκωτία. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να μεταφερθούν τα οστά του στο αβαείο του Ντανφέρμλιν, εκεί που είχε θάψει τα περισσότερα από τα παιδιά του.
Όταν η Εκκλησία αγιοποίησε τη Μαργαρίτα, το 1250, μετέφεραν τα λείψανά της στο ίδιο ιερό. Τα οστά του Μάλκολμ, σύμφωνα με τις περιγραφές, ήταν τόσο βαριά και σκληρά που είχαν σχεδόν απολιθωθεί. Δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. Έτσι, τοποθέτησαν δίπλα του τη λειψανοθήκη της, για να είναι ξανά μαζί.
Δεν έμεινε τίποτα απ’ τη δόξα τους. Μονάχα ο θρύλος μιας βασιλικής οικογένειας που σκοτώθηκε μες στον χειμώνα, μες στη λάσπη, επειδή αρνήθηκε να προσκυνήσει. Μιας γυναίκας που δεν άντεξε τον πόνο και πέθανε από την καρδιά της. Και ενός γιου, που δεν έφτασε ποτέ στον θρόνο ― γιατί κανείς δεν πρόλαβε να τον σώσει.