Έζησε 11 χρόνια με λύκους. Όταν γύρισε στους ανθρώπους, κατάλαβε πόσο καλύτερα ήταν με τους λύκους.
Τον έδωσαν σε έναν βοσκό, τον ξέχασαν, και έζησε με λύκους. Όταν επέστρεψε στους ανθρώπους, ένιωσε ξένος. Ήθελε μόνο να επιστρέψει στο δάσος.
Το 1954, ένα εφτάχρονο αγόρι από την Ανδαλουσία που το έλεγαν Μάρκος, παραδόθηκε από τον ίδιο του τον πατέρα σ’ έναν ηλικιωμένο βοσκό στα βουνά της Σιέρα Μορένα. Ήταν φτωχοί, η μητέρα του είχε πεθάνει, η μητριά του τον κακοποιούσε, κι αυτός ήταν απλώς ένα στόμα λιγότερο. Ο βοσκός τού έδειξε πώς να επιβιώνει στη φύση. Λίγους μήνες αργότερα όμως, ο γέροντας πέθανε. Και ο μικρός Μάρκος έμεινε ολομόναχος. Ή σχεδόν μόνος.
Για τα επόμενα έντεκα χρόνια, ο Μάρκος δεν ξανάδε άνθρωπο. Μόνο αγριόχοιρους, φίδια και, κυρίως, λύκους. Τα ζώα αυτά έγιναν η οικογένειά του. Με τους λύκους έπαιζε, κοιμόταν, μοιραζόταν θηράματα, και για να τους καταλάβει, μιμήθηκε τις κραυγές τους. Με τον καιρό, τα ισπανικά χάθηκαν από το στόμα του και έμειναν μόνο ουρλιαχτά. Έτρωγε ωμό κρέας, κοιμόταν σε σπηλιές, και περπατούσε με τα τέσσερα. Όταν μετά από έντεκα χρόνια τον εντόπισε η Πολιτοφυλακή, χρειάστηκε να τον δέσουν και να τον φιμώσουν. Δάγκωνε, ούρλιαζε και δεν καταλάβαινε γιατί τον πήγαιναν πίσω σε μια κοινωνία που δεν είχε πια γι’ αυτόν κανένα νόημα.
Ο πατέρας του ήταν ζωντανός. Τον κοίταξε σαν να μη συνέβη τίποτα. Δεν συγκινήθηκε, δεν τον αγκάλιασε, δεν ρώτησε πού ήταν τόσα χρόνια. Μόνο τον μάλωσε που έχασε το σακάκι του. Τόσο άξιζε ένα παιδί. Οι μοναχές σε ένα νοσοκομείο της Μαδρίτης τον ξαναδίδαξαν πώς να τρώει, πώς να μιλά, πώς να περπατά όρθιος. Όμως κάτι είχε αλλάξει για πάντα μέσα του.
Όταν τον έστειλαν για να ζήσει στην κοινωνία, όλα του φαίνονταν αφύσικα. Η μυρωδιά του καυσαερίου τον ζάλιζε, τα φώτα των πόλεων τον τρόμαζαν, οι άνθρωποι τού φαίνονταν πιο βίαιοι, πιο πονηροί, πιο ύπουλοι απ’ τα άγρια ζώα. Δούλεψε ως βοσκός, ως σερβιτόρος, υπηρέτησε στον στρατό, αλλά τον εκμεταλλεύονταν συνεχώς. Του έπαιρναν τα λεφτά, τον έπιαναν κορόιδο. Κι εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι είναι έτσι. Γιατί γελούν ενώ σε κοροϊδεύουν. Γιατί μιλούν και δεν λένε την αλήθεια.
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, ο Μάρκος είπε: «Οι λύκοι δεν λένε ψέματα. Αν σε δαγκώσουν, ξέρεις γιατί. Οι άνθρωποι θα σε φιλήσουν και την ίδια στιγμή θα σου καρφώσουν το μαχαίρι». Είπε πως η φύση του έδωσε περισσότερα απ’ όσα του έδωσε η κοινωνία. Και πως, αν μπορούσε, θα γύριζε πίσω στα βουνά. Στα μόνα πλάσματα που τον δέχτηκαν αληθινά.
Ο συγγραφέας και ανθρωπολόγος Γκαμπριέλ Χανέρ Μανίλα έγραψε τη ζωή του σε μια διδακτορική διατριβή. Και αργότερα, η ζωή του έγινε ταινία: Entrelobos — «Μεταξύ Λύκων». Ο ίδιος ο Μάρκος εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα, σαν σκιά, σαν μνήμη. Την υπόλοιπη ώρα, βλέπουμε το παιδί που έγινε λύκος. Ή, μάλλον, το παιδί που οι άνθρωποι του φέρθηκαν τόσο άσχημα, που βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά των ζώων.