Γιατί αφού έχουμε το DNA των Νεάντερταλ δεν έχουμε τα γονίδια που θα μας έκαναν δυνατούς σαν κι αυτούς;
Οι Νεάντερταλ ήταν δυνατοί, σκληροί και στιβαροί. Εμείς έχουμε το DNA τους. Τότε γιατί δεν έχουμε και τη δύναμή τους;
Κάποτε περπατούσαμε δίπλα τους. Ο Homo sapiens και οι Νεάντερταλ συναντήθηκαν, μίλησαν, αντάλλαξαν εργαλεία, συνυπήρξαν. Και τελικά διασταυρώθηκαν. Το 1–4% του DNA που κουβαλάμε σήμερα προέρχεται από αυτούς. Ήταν κοντύτεροι, πιο στιβαροί, με παχύτερα οστά, δυνατότερες αρθρώσεις, και πιθανότατα μεγαλύτερα επίπεδα τεστοστερόνης. Τότε, γιατί δεν κληρονομήσαμε τη δύναμή τους;
Οι γενετικές έρευνες δείχνουν ότι από όλη αυτή τη γενετική μίξη, πολλά «σκληροπυρηνικά» νεάντερταλικά γονίδια εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγες γενιές. Το σώμα του σύγχρονου ανθρώπου φάνηκε να απορρίπτει εκείνα που σχετίζονταν με υπερβολική οστική πυκνότητα, μυϊκή ανάπτυξη ή μεταβολικές λειτουργίες προσαρμοσμένες σε παγετώνες. Ο λόγος; Δεν τα χρειαζόμασταν πλέον. Και δεν τα αντέχαμε.
Η επιβίωση δεν εξαρτιόταν πια μόνο από τη μυϊκή δύναμη. Η γεωργία, η συνεργασία και η κοινωνική πολυπλοκότητα έδωσαν προτεραιότητα σε άλλες ικανότητες: επινοητικότητα, επιδεξιότητα, συνεργασία, προσαρμοστικότητα. Το σώμα μας έγινε πιο λεπτό, τα οστά πιο ανάλαφρα, οι μυς πιο οικονομικοί.
Ορισμένα γονίδια Νεάντερταλ που παρέμειναν, δεν αφορούν τη δύναμη. Αφορούν το ανοσοποιητικό μας, την αντίληψη του φωτός, την ικανότητα ύπνου ή την ανταπόκριση σε ιούς. Η μυϊκή υπεροχή τους, αντιθέτως, απορρίφθηκε. Όχι επειδή δεν λειτουργούσε, αλλά γιατί ήταν περιττή στον κόσμο που χτίζαμε εμείς.
Οι Νεάντερταλ ήταν τα τέλεια πλάσματα για την εποχή των παγετώνων. Εμείς ήμασταν το τέλειο πλάσμα για το μέλλον. Και όπως συμβαίνει πάντα με τη φύση, δεν κέρδισε ο πιο δυνατός, αλλά εκείνος που μπορούσε να αλλάξει.