Γιατί κάποιοι λόγιοι αντέγραφαν επίτηδες λάθος τα αρχαία χειρόγραφα
Δεν ήταν λάθη απροσεξίας. Οι λόγιοι του 16ου αιώνα αντέγραφαν επίτηδες λάθος τα χειρόγραφα για να τα "βελτιώσουν".
Τον καιρό που οι βιβλιοθήκες δεν είχαν ακόμα ράφια, αλλά σεντούκια, οι φιλόλογοι και οι λόγιοι της Ευρώπης αντέγραφαν χειρόγραφα. Με το χέρι. Με φτερό. Με μελάνι που έλιωνε στο χαρτί όπως το λάδι στο πανί. Και με μια πεποίθηση: ότι δεν διασώζεις απλώς ένα κείμενο όταν το αντιγράφεις. Το βελτιώνεις. Το καθαρίζεις. Το κάνεις… όπως θα έπρεπε να ήταν. Όχι όπως ήταν.
Έτσι, οι πρώτοι ουμανιστές του 15ου και 16ου αιώνα, αντί να κρατήσουν τις αυθεντικές λέξεις των αρχαίων συγγραφέων, άρχισαν να τις αντικαθιστούν. Μια λέξη που δεν τους φαινόταν “αρκετά κομψή”, άλλαζε. Ένα χωρίο που έμοιαζε ακατανόητο, παραφραζόταν. Πολλές φορές, δεν αντέγραφαν το χειρόγραφο που είχαν μπροστά τους, αλλά το φανταστικό χειρόγραφο που πίστευαν ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάπου.
Αυτός ήταν ο λεγόμενος textus emendatus. Μια πρακτική που σήμερα θα λέγαμε “παραποίηση πηγής”, αλλά τότε λεγόταν “φιλολογική επιμέλεια”. Οι λόγιοι, αντί να αποδεχτούν την αδυναμία τους να κατανοήσουν κάτι, αποφάσιζαν να το διορθώσουν. Ή να το προσπεράσουν. Ή να το αντικαταστήσουν με κάτι άλλο. Πιο λογικό. Πιο ανθρώπινο.
Ο Angelo Poliziano, Ιταλός φιλόλογος του 15ου αιώνα, ήταν ίσως ο πρώτος που το κατάλαβε και το κατήγγειλε. Αν και ο ίδιος αγαπούσε την ακρίβεια, ο κόσμος γύρω του θεωρούσε πως τα κείμενα πρέπει να είναι “όμορφα”, όχι “ακριβή”. Έγραψε ειρωνικά ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι αντέγραφαν όχι τα αρχαία, αλλά τις δικές τους φαντασιώσεις. Όμως δεν τον άκουσαν. Του έδωσαν το παρατσούκλι enfant terrible των ανθρωπιστικών σπουδών. Τον θεώρησαν υπερβολικό, πεισματάρη και “πολύ αυστηρό με τους άλλους”.
Εκείνη την εποχή, η συνήθης τακτική ήταν το λεγόμενο textus receptus. Μια “δεκτή” εκδοχή ενός αρχαίου κειμένου που βασιζόταν όχι στο πιο έγκυρο χειρόγραφο, αλλά στο πιο διαδεδομένο ή στο πιο πρόσφατο. Όταν μάλιστα υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες πηγές, ο λόγιος διάλεγε ό,τι του φαινόταν πιο σωστό. Ή πιο ωραίο. Ή απλώς πιο ευκολονόητο.
Και δεν σταματούσαν εκεί. Οι παρανοήσεις του ενός λόγιου μεταδίδονταν στον επόμενο σαν ίωση. Πολλές φορές, ένα λάθος που έκανε ένας αντιγραφέας τον 12ο αιώνα κατέληγε να θεωρείται η σωστή εκδοχή του κειμένου τον 18ο. Οι εικασίες περνούσαν για γεγονότα. Οι σχολιαστές γίνονταν συγγραφείς. Και τα αρχαία κείμενα, αντί να φωτιστούν, σκεπάζονταν με σκόνη νέων στρωμάτων.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα: κάθε καινούργια γενιά αντιγράφων γινόταν χειρότερη από την προηγούμενη. Όχι επειδή ήταν πιο αμόρφωτη, αλλά επειδή ήταν πιο “σίγουρη για τον εαυτό της”. Ο Árni Magnússon, τον 17ο αιώνα, διαπίστωσε ότι τα χειρόγραφα που είχαν αντιγραφεί πριν 50 χρόνια ήταν γεμάτα λάθη. Και όχι απλώς τυπογραφικά. Αλλά επιλογές. Λανθασμένες. Εσκεμμένες. Και ανεπανόρθωτες.
Ο ίδιος πάλεψε να συγκεντρώσει τα σωστά, να διακρίνει τις αυθεντικές λέξεις, να κρατήσει τη φωνή των αρχαίων όπως πραγματικά ήταν. Αντί για το ένα χειρόγραφο που του έδιναν, έψαχνε δέκα. Αντί για την “έτοιμη” εκδοχή, προτιμούσε τα φύλλα που είχαν πέσει από τα βιβλία και τα είχαν κάνει εξώφυλλα. Κοιμόταν με περγαμηνές και μελετούσε τις αποκλίσεις λέξη προς λέξη. Όμως και εκείνος, στο τέλος, δεν τόλμησε να εκδώσει τη μεγάλη του εργασία. Επειδή δεν ήξερε ποια εκδοχή να πει “σωστή”.
Η ιστορία του μας δείχνει ότι η κριτική φιλολογία δεν είναι μια ψυχρή επιστήμη. Είναι μια αναμέτρηση. Ανάμεσα στο τι βρέθηκε, τι διασώθηκε, τι διορθώθηκε και τι αλλοιώθηκε. Και τελικά, μια υπενθύμιση ότι ακόμα και το πιο αυθεντικό κείμενο… ίσως δεν είναι ποτέ εντελώς αυθεντικό.