Η Ελληνική γλώσσα έχει κάτι που δεν έχει καμία άλλη στον κόσμο – Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά και είναι μοναδικό
Η Ελληνική Γλώσσα έχει κάτι το μοναδικό
Η Ελληνική γλώσσα σε σχέση με πολλές άλλες γλώσσες μπορεί να προσεγγιστεί από διάφορες οπτικές. Ιστορική, γραμματική, λεξιλογική και πολιτισμική.
Η Ελληνική είναι μία από τις ελάχιστες γλώσσες στον κόσμο με αδιάλειπτη γραπτή παράδοση πάνω από 3.000 χρόνια. Από την αρχαία ελληνική (Ομηρική, Κλασική), στη Μεσαιωνική (Βυζαντινή), και τελικά στη Νεοελληνική.
Η γλώσσα διατηρεί πολλά από τα δομικά και λεξιλογικά της στοιχεία, κάτι που καθιστά δυνατή τη διαχρονική κατανόηση κειμένων αιώνων.
Η Ελληνική χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά πλούσια μορφολογική δομή. Έχει πτώσεις (ονομαστική, γενική, αιτιατική, κλητική), εγκλίσεις (οριστική, υποτακτική, προστακτική, ευκτική στην αρχαία). Έχει ρηματικούς τύπους με διάκριση προσώπων, χρόνων, φωνών, αριθμών.
Αλλά και συνθετικότητα, δηλαδή παραγωγή νέων λέξεων μέσω συνθέσεων. Αυτό της δίνει μεγάλη εκφραστική δύναμη, ακρίβεια και ευελιξία.
Η Ελληνική γλώσσα διαθέτει λεξιλόγιο με τεράστια ετυμολογική διαφάνεια. Πολλές λέξεις σχηματίζονται από ρίζες με διακριτό νόημα.
Αυτό ενισχύει τη λογική σύνδεση μεταξύ σημασίας και μορφής. Επιπλέον, λόγω της επιρροής της σε επιστημονικά πεδία (όπως η ιατρική, η φιλοσοφία, η θεολογία), πολλές ελληνικές λέξεις έχουν γίνει διεθνώς καθιερωμένες.
Η ύπαρξη τόνων (οξύ, περισπωμένη, βαρεία στην αρχαία , οξεία στη νέα) και συλλαβικού ρυθμού δίνει στην ελληνική ιδιαίτερη μελωδικότητα. Κάτι που την καθιστά ξεχωριστή και στην ποίηση και στη μουσική.
Σχεδιάστηκε, κατά κάποιο τρόπο, για φιλοσοφικό στοχασμό. Ακριβώς επειδή επιτρέπει λεπτές διακρίσεις εννοιών, αποτέλεσε το βασικό όχημα της αρχαίας ελληνικής σκέψης
Με έννοιες όπως «ον», «λόγος», «ουσία», «φύσις» κ.λπ. που δύσκολα αποδίδονται σε άλλες γλώσσες χωρίς απώλεια νοήματος.