Είχε δικά του ποτάμια, χωράφια και αξιώματα. Κι όμως, τον άφησαν να πεθάνει απ’ την πείνα στο παλάτι
Είχε δικά του ποτάμια και χωράφια. Κι όμως, ο Καλιγούλας τον άφησε να πεθάνει απ’ την πείνα.
Ο Σέξτος Πομπήιος ήταν από εκείνους τους Ρωμαίους που γεννιόντουσαν με όλα: καταγωγή, γη, πολιτική θέση, ακόμα και την εύνοια των ποιητών. Ζούσε την εποχή που η Ρώμη περνούσε από τη Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία και πρόλαβε να υπηρετήσει ως ύπατος μαζί με τον Σέξτο Απουλήιο, τη χρονιά που πέθανε ο Αύγουστος και ανέβηκε στον θρόνο ο Τιβέριος.
Ήταν τόσο ισχυρός που η περιουσία του περιλάμβανε πηγές και εκβολές ποταμών. Ακόμη και ο Οβίδιος του είχε αφιερώσει ποιήματα. Και όμως, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, κάποια στιγμή η ζωή του πήρε τέτοια στροφή που πέθανε από την πείνα.
Ο Καλιγούλας, ο πιο αλλοπρόσαλλος ίσως αυτοκράτορας της Ρώμης, φέρεται να τον κάλεσε στο παλάτι και να τον κράτησε εκεί, μακριά από την περιουσία του, χωρίς να του δίνει φαγητό. Ο Πομπήιος δεν άντεξε. Ξεψύχησε μέσα στο παλάτι. Και ο Καλιγούλας, που οργάνωνε κηδείες σαν να ήταν θεατρικά έργα, φρόντισε να του κάνει μια μεγαλοπρεπή κηδεία. Για τον ίδιο που είχε αφήσει να λιμοκτονήσει.
Ο Σενέκας αναφέρει το περιστατικό για να δείξει την παραφροσύνη της εξουσίας. Ένας άντρας που είχε τα πάντα, που έφτασε να γίνει ανθύπατος της Ασίας και είχε βαθιές ρίζες σε μία από τις σημαντικότερες ρωμαϊκές οικογένειες, πέθανε επειδή δεν μπορούσε να φάει, όχι γιατί δεν είχε, αλλά γιατί δεν του επέτρεψαν.
Το όνομά του πέρασε στην ιστορία περισσότερο για το πώς τελείωσε, παρά για το τι έκανε. Αλλά ίσως αυτό να ήταν και το πραγματικό σχόλιο του Σενέκα: πως στη Ρώμη της εξουσίας, ακόμα κι οι Πομπήιοι μπορούσαν να γίνουν θύματα – και να πεθάνουν σιωπηλά, ενώ κάποτε κυβερνούσαν ολόκληρους ποταμούς.