Είχε πεθάνει αλλά για 54 χρόνια δεν το έλεγε κανείς. Αν μαθευόταν, η χώρα θα διαλυόταν
Πέθανε το 1651 αλλά κανείς δεν το είπε. Για 54 χρόνια, ο ιδρυτής του Μπουτάν κυβερνούσε «νεκρός». Αν μαθευόταν, η χώρα θα κατέρρεε.
Το 1651, ο Ζαμπντρούνγκ Νγκαουάνγκ Ναμγκυάλ, ο άνθρωπος που ίδρυσε το κράτος του Μπουτάν, άφηνε την τελευταία του πνοή. Ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός ενοποιητής, ο μοναδικός ηγέτης που είχε καταφέρει να ενώσει τις φυλές, να σταματήσει τις εισβολές από το Θιβέτ και να δώσει στο έθνος του μια ταυτότητα. Αλλά κανείς δεν τόλμησε να πει ότι πέθανε.
Οι μοναχοί, οι αυλικοί και οι διοικητές κράτησαν την είδηση κρυφή. Δεν υπήρχαν διαδόχοι με κύρος. Δεν υπήρχε σταθερότητα. Αν μαθευόταν, πίστευαν, η χώρα θα βυθιζόταν σε εμφύλιο και οι εχθροί θα χτυπούσαν ξανά. Ο θάνατος του αρχηγού, λοιπόν, έγινε το πιο απόλυτο μυστικό στην ιστορία του βασιλείου.
Για 54 ολόκληρα χρόνια, οι επόμενοι ηγέτες διατείνονταν ότι απλώς είχε αποσυρθεί σε βαθύ διαλογισμό. Έστελναν αποφάσεις «στο όνομά του», άφηναν ένα άδειο δωμάτιο για αυτόν, και όλοι προσποιούνταν ότι ήταν ακόμα ζωντανός. Κανείς δεν έμπαινε στο μαυσωλείο του. Κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την παρουσία του.
Το Μπουτάν, παγιδευμένο σε αυτή την παράξενη θεοκρατική ψευδαίσθηση, επιβίωσε. Κανείς δεν εισέβαλε. Οι αντίπαλες φατρίες συγκρατήθηκαν. Ο λαός συνέχισε να υπακούει στο φάντασμα του ηγέτη του. Η εθνική σταθερότητα χτίστηκε επάνω σε μια νεκρική σιωπή.
Μόνο τον 18ο αιώνα οι ηγέτες του βασιλείου τόλμησαν να παραδεχτούν τον θάνατό του. Μέχρι τότε, ένας νεκρός κυβερνούσε τον λαό του — με απόλυτη πειθαρχία. Ήταν η απόλυτη απόδειξη ότι ένα κράτος μπορεί να διαλυθεί πιο εύκολα από την αλήθεια παρά από έναν εχθρό.