Είπε στον Αλέξανδρο «Θα συναντηθούμε στη Βαβυλώνα» και μετά ανέβηκε μόνος του στην πυρά και κάηκε ζωντανός
Είπε στον Αλέξανδρο «Θα συναντηθούμε στη Βαβυλώνα» και μετά αυτοπυρπολήθηκε.
Ήταν 73 ετών και δεν είχε αρρωστήσει ποτέ του. Όταν ένιωσε για πρώτη φορά το σώμα του να λυγίζει, δεν ζήτησε θεραπεία. Ζήτησε φωτιά. Ο Κάλανος, Ινδός ασκητής, είχε ακολουθήσει με δική του θέληση την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν κρατούσε όπλο. Κρατούσε σιωπή, διδασκαλία και πειθαρχία. Όταν ήρθε η στιγμή, έφυγε όπως είχε ζήσει: όρθιος.
Γεννημένος στα Τάξιλα, είχε απορρίψει τις ανέσεις για να γίνει γυμνοσοφιστής. Στην πορεία των Μακεδόνων τον πλησίασαν και του προσέφεραν τροφή. Αντί να ευχαριστήσει, τους αποκάλεσε όλους «καλέ». Έτσι πήρε το όνομά του: Κάλανος. Άλλοι λένε πως ήταν παράφραση της ινδικής λέξης Kalyanamastu, ένας αρχαίος χαιρετισμός που σήμαινε «ευλογία».
Ο Κάλανος δεν φοβήθηκε ποτέ κανέναν. Οι άλλοι βραχμάνοι τον απέρριψαν γιατί ακολούθησε έναν βασιλιά αντί για θεό. Εκείνος δίδασκε φιλοσοφία, ηρεμία και αυτάρκεια, και είχε μαθητή ακόμη και τον Λυσίμαχο. Όταν όμως το σώμα του δεν τον υπάκουσε πια, αποφάσισε να φύγει όπως προέβλεπε η πίστη του: με τελετουργική αυτοπυρπόληση.
Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τον μεταπείσει. Δεν τα κατάφερε. Οργάνωσε ο ίδιος την τελετή του. Φορεία, άλογα, ύμνοι, πολύτιμα σκεύη, θυμιάματα και βασιλικές ενδυμασίες. Ο Κάλανος αρνήθηκε να καβαλήσει το άλογο των Νυσαίων – δεν μπορούσε πια. Τον μετέφεραν στεφανωμένο. Σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσε ινδικούς ύμνους. Δεν ήταν θρήνος. Ήταν ύμνος στην απελευθέρωση.
Λίγο πριν την πυρά, μοίρασε τα υπάρχοντά του. Το άλογο στον Λυσίμαχο. Τα δώρα στους συντρόφους του. Ζήτησε ένα τελευταίο πράγμα: να κάνουν συμπόσιο. Να μεθύσουν, να διασκεδάσουν. Να τιμήσουν τον θάνατο με χαρά, όχι με θλίψη. Μετά ανέβηκε στην πυρά μόνος του. Ξάπλωσε. Και δεν κουνήθηκε ξανά.
Ο Νέαρχος κατέγραψε πως οι στρατιώτες δεν πίστευαν στα μάτια τους. Καθώς οι φλόγες τον τύλιγαν, ο Κάλανος έμεινε ακίνητος. Ούτε κραυγή, ούτε μορφασμός. Ένα σώμα που έκαιγε, μια ψυχή που είχε ήδη φύγει. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν παρών. Είχε ήδη αποχαιρετήσει τον Κάλανο. Και τότε ο ασκητής του είπε μόνο μία φράση: «Θα συναντηθούμε στη Βαβυλώνα.»
Τότε δεν έδινε σημασία κανείς. Η Βαβυλώνα δεν ήταν στους άμεσους προορισμούς. Και ο Κάλανος θα είχε ήδη καεί ώσπου να φτάσουν εκεί. Όμως λίγους μήνες μετά, ο Αλέξανδρος πέθανε ακριβώς εκεί. Στη Βαβυλώνα. Και όλοι θυμήθηκαν τα λόγια του Ινδού που κατέκτησε τον πόνο, τη φωτιά και ίσως τον ίδιο τον χρόνο.