Ήταν ορφανός από πατέρα, φτωχός και με πρόβλημα ομιλίας. Έγινε ο Βαλαντσιούνας.
Ο Γιόνας Βαλαντσιούνας δεν ήξερε να μιλάει μέχρι τα 8 του. Τώρα είναι πρωταγωνιστής στο ΝΒΑ και φλερτάρει με τον Παναθηναϊκό.
Στο Ουτενα της Λιθουανίας, ένα μικρό αγόρι μεγάλωνε χωρίς πατέρα. Ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν ακόμα παιδί. Η μητέρα του, δασκάλα, πάλευε να τα βγάλει πέρα. Δεν είχαν λεφτά, δεν είχαν γνωριμίες. Είχαν μόνο ένα πιάτο φαγητό και μια παλιά μπασκέτα στην αυλή. Ο Γιόνας είχε κι ένα ακόμη εμπόδιο: δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά μέχρι τα 8 του. Μιλούσε σιγά, αργά, και οι λέξεις κόβονταν στη μέση. Οι συμμαθητές του γελούσαν. Εκείνος όμως δεν θύμωνε. Έσφιγγε τα δόντια και έβαζε πλάτη, όπως θα έκανε αργότερα στις ρακέτες του ΝΒΑ.
Μεγαλώνοντας, είχε ύψος, αλλά όχι ακόμη δύναμη. Την απέκτησε δουλεύοντας με τα χέρια, σηκώνοντας σακιά με κάρβουνα, κουβαλώντας ξύλα και μαθαίνοντας να ζει με λίγα. Σε ηλικία 16 ετών, έπαιζε ήδη επαγγελματικά στο Βίλνιους, με την κόκκινη φανέλα της Perlas. Εκεί τον πρόσεξαν. Και στα 17 του, οι μεγαλύτερες ομάδες της χώρας ήθελαν να τον πάρουν. Ο ίδιος έλεγε ένα πράγμα: «Δεν ζητάω τίποτα. Δώστε μου δουλειά».
Μέχρι τα 19 του, είχε κερδίσει τα πάντα στα νεανικά πρωταθλήματα της FIBA. Τρία χρυσά μετάλλια, τρία MVP, 36 πόντους στον τελικό του παγκόσμιου U19 με τη Σερβία. Καμία άλλη χώρα δεν είχε τέτοιο παιδί. Και κανένα παιδί δεν είχε τέτοια ψυχή. Όταν έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ανδρών της Λιθουανίας, έβαλε 26 πόντους και μάζεψε 11 ριμπάουντ. Ήταν μόλις 19 χρονών.
Το 2011, επιλέχθηκε στο νούμερο 5 του draft από το Τορόντο. Αλλά δεν πήγε κατευθείαν στο ΝΒΑ. Προτίμησε να μείνει έναν χρόνο ακόμα στην Ευρώπη. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να γίνει άντρας πριν γίνει σταρ. Όταν τελικά ήρθε στις ΗΠΑ, οι δημοσιογράφοι γέλασαν όταν άκουσαν το όνομά του. Δεν μπορούσαν να το προφέρουν. Όπως κάποτε δεν μπορούσε κι εκείνος.
Στην πρώτη του εμφάνιση, έκανε double-double. Στο πρώτο του καλοκαίρι, αναδείχθηκε MVP του Summer League. Και χρόνο με τον χρόνο, μεταμορφωνόταν. Δεν έγινε ποτέ το “μοντέρνο πεντάρι” με τα τρίποντα. Έγινε το θηρίο κάτω από το καλάθι. Αυτός που έτρωγε ξύλο και συνέχιζε. Αυτός που είχε πάντα τις περισσότερες μπλε μελανιές, αλλά και τα περισσότερα ριμπάουντ. Που έβγαλε σεζόν με 25 ριμπάουντ και triple-double με 12 ασίστ. Που κάρφωσε μέσα στους Λέικερς και σήκωσε τους Λιθουανούς στα πόδια.
Στο Παγκόσμιο του 2023, στα 31 του, έκανε ό,τι δεν μπορούσαν νεότεροι και πιο ταλαντούχοι παίκτες: νίκησε τις ΗΠΑ με τη φανέλα της πατρίδας του. Δεν είναι υπερήρωας. Δεν είναι influencer. Δεν πουλάει παπούτσια. Είναι απλώς ο Βαλαντσιούνας.
Και τώρα, το όνομά του είναι πρώτο στα πρωτοσέλιδα. Ο Παναθηναϊκός θέλει να τον φέρει στην Αθήνα. Να αφήσει το ΝΒΑ, να φορέσει τα πράσινα και να γίνει το θεμέλιο μιας ομάδας που διψάει για κορυφές. Είναι ακόμα νωρίς για να ξέρουμε αν θα έρθει. Αλλά το ότι ακούγεται σοβαρά, λέει αρκετά.
Γιατί, τελικά, δεν μετράει πού γεννήθηκες. Ούτε αν μπορούσες να μιλήσεις. Μετράει πού έφτασες. Και ο Βαλαντσιούνας έφτασε πιο μακριά απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί το παιδί με το βραχνό στόμα και την τρύπια φανέλα στο Ουτενα.