
Μια μικρή λέξη σαν το “πώς” περνάει απαρατήρητη στις κουβέντες μας, κι όμως κρύβει μια ιστορία που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα. Εκεί, το “πῶς” ήταν μια ερωτηματική λέξη που σήμαινε “με ποιον τρόπο” και πάντα έπαιρνε τόνο—σαν να φώναζε για απάντηση. Οι αρχαίοι το χρησιμοποιούσαν για να ρωτήσουν, να ψάξουν, να δείξουν περιέργεια. Στη σημερινή γλώσσα, ο τόνος μπαίνει μόνο όταν το “πώς” έχει ερώτηση ή έκπληξη, όπως στο “Πώς το έκανες αυτό;”. Αν δεν ζητάει κάτι, μένει ατόνιστο, όπως στο “Μου είπε πώς θα έρθει”.
Η εξέλιξη του “πώς” δεν σταμάτησε εκεί. Όταν περιγράφουμε κάτι χωρίς να ρωτάμε, ο τόνος εξαφανίζεται—ένας απλός κανόνας που γεννήθηκε τον 17ο αιώνα, όταν οι λόγιοι έβαλαν τάξη στη γραμματική μας. Στην καθημερινότητα, βέβαια, πολλοί το γράφουν όπως τους βγει, αλλά η διάκριση υπάρχει για να δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στην αβεβαιότητα και τη σιγουριά. Στην ποίηση, το “πώς” παίρνει άλλη ζωή: ο Καβάφης το τόνιζε για να δώσει βάθος, όπως στο “Πώς να σε ξεχάσω;”. Είναι σαν η λέξη να φοράει τον τόνο της σαν στολή, όταν θέλει να τραβήξει την προσοχή.
Στην προφορική γλώσσα, το ακούς να τονίζεται σε φράσεις που ξεσπούν, όπως “Πώς μεγάλωσε έτσι το παιδί!”. Εκεί, ο τόνος γίνεται η φωνή της έκπληξης, του θαυμασμού, της έντασης. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, το “πώς” ζει διπλή ζωή: ατόνιστο στη ρουτίνα, τονισμένο στα ερωτήματα και τα συναισθήματα. Είναι ένας μικρός καθρέφτης του πώς μιλάμε και νιώθουμε, αλλάζοντας νόημα με μια απλή γραμμούλα.