Μάλλον Έλληνας το σκέφτηκε. Το κόλπο με ένα μόνο σάντουιτς για να πίνουν όλοι αλκοόλ ελεύθερα.
Το 1896, κάθε ποτό στη Νέα Υόρκη συνοδευόταν από το ίδιο σάντουιτς — όχι για να το φας, αλλά για να ξεγελαστεί ο νόμος
Την άνοιξη του 1896, οι αρχές της Νέας Υόρκης αποφάσισαν ότι είχαν βαρεθεί να βλέπουν εργάτες να πίνουν τις Κυριακές. Ήθελαν νοικοκυροσύνη, εκκλησία και ήσυχα απογεύματα. Έτσι γεννήθηκε ο Raines Law, ένας νόμος που επέτρεπε την κατανάλωση αλκοόλ την Κυριακή μόνο εφόσον συνοδευόταν από φαγητό και μόνο μέσα σε ξενοδοχεία.
Οι ιδιοκτήτες των μπαρ όμως είχαν άλλα σχέδια. Δεν χρειάστηκε πολύ για να εντοπιστεί η πρώτη χαραμάδα στον νόμο. Το κόλπο ήταν απλό: σε κάθε ποτό σέρβιραν ένα σάντουιτς. Όχι ένα γεύμα, ούτε ποικιλία. Ένα ξερό σάντουιτς. Ή μάλλον, το ίδιο σάντουιτς, ξανά και ξανά.
Ο πελάτης έπαιρνε το ποτό του και δίπλα του έβλεπε ένα πιατάκι με ένα σάντουιτς — συνήθως με τυρί ή ζαμπόν, ξεραμένο, άγευστο. Κανείς δεν το άγγιζε. Μόλις έφευγε ο πελάτης, ο μπάρμαν το έπαιρνε και το σέρβιρε στον επόμενο. Μέσα σε μια Κυριακή, το ίδιο σάντουιτς περνούσε από δεκάδες χέρια. Καμιά φορά, αν είχε ζήτηση, έμενε ενεργό και για ολόκληρη εβδομάδα.
Κανείς δεν ήξερε ποιος το σκέφτηκε πρώτος. Αλλά ήταν τέτοιο το πείσμα και η εφευρετικότητα, που πολλοί πίστεψαν πως το σχέδιο δεν γινόταν να μην είχε ελληνική υπογραφή. Όχι γιατί υπήρχαν πολλοί Έλληνες τότε στα σαλούν, αλλά γιατί μόνο Έλληνας θα είχε το θράσος να νομιμοποιήσει ένα ποτό με ένα… σάντουιτς-φάντασμα.
Ο τύπος της εποχής ξεσπάθωσε. Ονόμασαν την πρακτική “Raines Sandwich” και η φήμη της εξαπλώθηκε σαν ανέκδοτο. Σαπίζονταν στα πιάτα των μπαρ, γελούσαν με τη μυρωδιά του, αλλά όλοι ήξεραν ότι αυτό το σάντουιτς ήταν το εισιτήριο για αλκοόλ τις Κυριακές. Μόλις ερχόταν ο επιθεωρητής, το πιάτο ήταν εκεί. Ο νόμος τηρούνταν. Η πραγματικότητα, βέβαια, ήταν μια καλοστημένη κοροϊδία.
Μερικά μαγαζιά πήγαν το πράγμα πιο μακριά. Άνοιγαν ψευτο-ξενοδοχεία, με ψεύτικα δωμάτια στον επάνω όροφο, μόνο και μόνο για να έχουν το δικαίωμα να σερβίρουν ποτό με «γεύμα». Έφτιαχναν “bedroom bars” και έβαζαν αριθμούς στις πόρτες για να φαίνονται σαν δωμάτια. Οι περισσότεροι πελάτες δεν ανέβαιναν ποτέ επάνω. Το μόνο που ήθελαν ήταν το ουίσκι — και να μη χάσουν τη σειρά του σάντουιτς.
Το 1900, το Raines Law είχε ήδη γίνει ανέκδοτο. Οι αρχές ήξεραν τι συμβαίνει, αλλά δεν ήξεραν πώς να το σταματήσουν. Το σάντουιτς είχε γίνει θεσμός. Δεν το έτρωγε κανείς, αλλά ήταν απαραίτητο. Ήταν σαν βούλα από παπά. Χωρίς αυτό, το ουίσκι ήταν παράνομο. Με αυτό, όλα ήταν εντάξει.
Σήμερα, το Raines Sandwich θεωρείται σύμβολο υποκρισίας του νόμου και θριάμβου της λαϊκής εφευρετικότητας. Υπάρχουν εστιατόρια που σερβίρουν “Raines Sandwich” τιμητικά. Υπάρχουν μπάρμαν που ορκίζονται ότι το έπιασαν στα χέρια τους σε κάποια οικογενειακή ιστορία. Αλλά το αυθεντικό, το πρώτο, εκείνο που πέρασε από χέρι σε χέρι χωρίς να δαγκωθεί, θα έπρεπε να μπει σε μουσείο. Ή, τουλάχιστον, σε ελληνική πατέντα.