Ο δούλος που ζήτησε τα δεδουλευμένα του, 11680 δολάρια για 32 χρόνια δουλείας
Ο Τζόρνταν Άντερσον ήταν σκλάβος για 32 χρόνια. Όταν τον κάλεσαν να επιστρέψει, έστειλε γράμμα με λογαριασμό 11.680 δολάρια.
Το 1865, λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, ο Τζόρνταν Άντερσον ζούσε για πρώτη φορά ως ελεύθερος άνθρωπος. Είχε περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή ως σκλάβος στην έπαυλη του Συνταγματάρχη Πάτρικ Χένρι Άντερσον, στο Τενεσί. Τώρα όμως ζούσε στο Οχάιο, εργαζόταν κανονικά, είχε οικογένεια, και έβγαζε το δικό του μεροκάματο — 25 δολάρια τον μήνα, κανονικά πληρωμένα.
Η φάρμα του παλιού του αφέντη όμως κατέρρεε. Χωρίς τους σκλάβους, δεν είχε πια εργατικά χέρια. Ο συνταγματάρχης τού έστειλε γράμμα ζητώντας του να επιστρέψει. Όχι μόνο αυτόν, αλλά και τη γυναίκα του, Μάντι, και τα παιδιά τους. Υποσχόταν ότι θα τους «συμπεριφέρονταν καλά».
Ο Τζόρνταν δεν αρνήθηκε αμέσως. Απλώς έγραψε πίσω ένα από τα πιο καυστικά, ειρωνικά, αλλά ταυτόχρονα αξιοπρεπή γράμματα στην ιστορία. Του εξήγησε πως πλέον ζει μια αξιοπρεπή ζωή, με μισθό, μορφωμένα παιδιά, και γείτονες που δεν τον μισούν. Κι ύστερα έκανε κάτι που ελάχιστοι θα τολμούσαν.
Του έστειλε τον λογαριασμό. Υπολόγισε πως για 32 χρόνια που δούλευε απλήρωτα, του όφειλε 25 δολάρια τον μήνα. Πολλαπλασίασε. Πρόσθεσε και τη δουλειά της Μάντι. Αφαίρεσε τις επισκέψεις γιατρού και τα δόντια που της είχαν βγάλει. Πρόσθεσε τόκους. Το συνολικό ποσό: 11.680 δολάρια — που σήμερα θα ήταν πάνω από 220.000.
Στο τέλος, έκλεισε με μια μπηχτή. «Χαιρέτα τον Τζορτζ Κάρτερ», του έγραψε. «Και ευχαρίστησέ τον που σου πήρε το πιστόλι όταν με πυροβολούσες».
Ο συνταγματάρχης δεν του έδωσε δεκάρα. Δεν πήρε ποτέ απάντηση. Μέσα στην ίδια χρονιά έχασε τα πάντα, βούλιαξε στο ποτό και πέθανε μόνος του. Ο Τζόρνταν Άντερσον έζησε μέχρι το 1907. Ελεύθερος. Πατέρας. Με αξιοπρέπεια.