Ο “παράνομος πρίγκιπας” που έγραψε την ιστορία μιας ολόκληρης πατρίδας
Ο Βαχούσhti Μπαγκρατιόνι γεννήθηκε από βασιλιά και χωριατοπούλα.
Δεν φόρεσε ποτέ στέμμα. Δεν κυβέρνησε στρατούς. Κανείς δεν τον αναγνώρισε για βασιλιά. Ήταν όμως εκείνος που με πέννα, μελάνι και χάρτη κράτησε ζωντανή τη μνήμη μιας χώρας που διαλυόταν. Γεννήθηκε νόθος, γιος βασιλιά και δούλας. Μεγάλωσε με τη ρετσινιά του “μπάσταρδου” αλλά και με τα διδάγματα του Σαμπά Ορμπελιανί. Έγινε επιστήμονας, γλωσσομαθής, χαρτογράφος, ιστορικός. Και στο τέλος, όσα δεν του επέτρεψαν να κάνει ως πρίγκιπα, τα έκανε με τον πιο διακριτικό αλλά ακατάλυτο τρόπο: με τα γραπτά του.
Το όνομά του ήταν Βαχούσhti Μπαγκρατιόνι. Γεννήθηκε στην Τιφλίδα το 1696. Ήταν γιος του βασιλιά Βαχτάνγκ ΣΤ’, αλλά όχι νόμιμος. Η μητέρα του, σύμφωνα με μαρτυρία Γάλλου περιηγητή, ήταν μια απλή γυναίκα του λαού. Ίσως γι’ αυτό το λόγο τον έστειλαν να σπουδάσει, όχι να πολεμήσει. Κι εκεί, στα βιβλία και στα χειρόγραφα, αναδύθηκε το μεγαλύτερο δώρο που είχε να προσφέρει η Γεωργία στον κόσμο της επιστήμης.
Μιλούσε επτά γλώσσες. Έγραφε ελληνικά, λατινικά, τουρκικά, γαλλικά, ρωσικά, αρμενικά και φυσικά γεωργιανά. Περπάτησε ολόκληρη τη χώρα του με τον τρόπο που το κάνει ένας γεωλόγος, όχι ένας ηγεμόνας. Κατέγραψε εκατοντάδες ποτάμια, λίμνες, βουνά και πεδιάδες. Δεν του ξέφυγε ούτε σπηλιά, ούτε μυστικός καταρράκτης. Περιέγραψε την κλιματολογία της κάθε περιοχής με ακρίβεια που θα ζήλευαν ακόμη και σημερινοί επιστήμονες. Και όλα αυτά, τα συγκέντρωσε σε ένα έργο που δεν ήταν απλώς γεωγραφία. Ήταν αγάπη. Ήταν μια ωδή στη Γεωργία.
Το έργο του ονομάστηκε «Περιγραφή του Βασιλείου της Γεωργίας». Το ολοκλήρωσε στη Μόσχα το 1745, μακριά από την πατρίδα του, την οποία είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει μαζί με τον πατέρα του. Ο Βαχτάνγκ ΣΤ’ εξορίστηκε στη Ρωσία, και ο Βαχούσhti ακολούθησε. Όχι ως πρίγκιπας πια, αλλά ως εξόριστος σοφός. Εκεί, συνέχισε να γράφει, να μεταφράζει, να χαρτογραφεί. Εκεί σχεδίασε τον πρώτο πλήρη γεωγραφικό άτλαντα της Γεωργίας. Οι χάρτες του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και στα ρωσικά. Ορισμένοι στάλθηκαν ακόμα και στην Ακαδημία της Πετρούπολης.
Δεν ήταν απλώς ένας επιστήμονας. Ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να ταξινομήσει το έδαφος της χώρας του, τις γεωλογικές της ζώνες, τη χλωρίδα και την πανίδα. Περιέγραψε τα φυτά της Γεωργίας χωρισμένα σε καλλιεργήσιμα και άγρια, προσπάθησε να δημιουργήσει την πρώτη “ταξινόμηση” βλάστησης στον Καύκασο. Όταν έγραψε για την άγρια ζωή της Τιφλίδας, μιλούσε σαν κυνηγός που ξέρει καλά κάθε φτερούγισμα και κάθε πέρασμα ελαφιού.
Η ιστορία δεν έλειψε από το έργο του. Με μια απλότητα σχεδόν πατερική, κατέγραψε τα γεγονότα από τη δημιουργία της χώρας ως τα μέσα του 18ου αιώνα. Δεν αναλώθηκε σε εξιδανικεύσεις, αλλά σε ψύχραιμη καταγραφή. Χώρισε την ιστορία σε δύο εποχές: την αρχαία, μέχρι το 1469, και τη νεότερη, από εκείνη τη χρονιά μέχρι τη δική του εποχή. Δεν σταμάτησε στην αφήγηση. Μελέτησε τη σημασία των γεγονότων, τη χρονικότητα, τα αίτια και τις συνέπειες. Έκανε αυτό που σήμερα θα λέγαμε: μετέτρεψε τη χρονογραφία σε επιστήμη.
Δεν ξέχασε ποτέ πως ανήκε στην παλιά τάξη. Στο έργο του πρόσθεσε και κάτι που πολλοί θα αγνοούσαν: τα εμβλήματα, τις σημαίες, τα οικόσημα της Γεωργίας. Έγινε ο πρώτος μελετητής της γεωργιανής εραλδικής. Στους χάρτες του θα βρεις όχι μόνο βουνά, αλλά και τα σύμβολα του κάθε βασιλείου, της κάθε πριγκιπικής δυναστείας. Ήταν, θα έλεγε κανείς, η εκδίκηση του “νόθου”: εγώ δεν θα γίνω βασιλιάς, αλλά θα αποτυπώσω με ακρίβεια ποιοι ήταν, πού κυβερνούσαν και πώς έμοιαζε η χώρα τους.
Πέθανε στη Μόσχα. Δεν γύρισε ποτέ στη Γεωργία. Αλλά η Γεωργία δεν τον ξέχασε. Του έδωσαν το όνομά του σε δρόμους, σε γέφυρες, σε βουνά, σε σπήλαια. Το Ινστιτούτο Γεωγραφίας φέρει το όνομά του. Υπάρχει βραβείο στη χώρα που απονέμεται κάθε τόσο στους καλύτερους γεωγράφους, ιστορικούς και ερευνητές. Κι όλα αυτά γιατί ένας άνθρωπος, που δεν είχε ούτε θρόνο ούτε εξουσία, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του όχι στο να τον θυμούνται, αλλά στο να μην ξεχαστεί η πατρίδα του.