Ο ρόλος που δεν έπαιξε η Ρένα Βλαχοπούλου για να μη φαίνεται μεγαλύτερη σε ηλικία από τη Τζένη Καρέζη
Ο ρόλος της Πάστα Φλώρας στη «Μια τρελή τρελή οικογένεια» είχε αρχικά προταθεί στη Ρένα Βλαχοπούλου, που τον αρνήθηκε για λόγους φιλαρέσκειας.
Μια από τις πιο απολαυστικές, λαμπερές και φρέσκες ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του ’60, η «Μια τρελή τρελή οικογένεια», θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά στη μνήμη μας, αν η Ρένα Βλαχοπούλου είχε αποδεχτεί τον ρόλο που της προτάθηκε. Όταν ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την ταινία, ο ρόλος της Πάστα Φλώρας, της εκκεντρικής μητέρας που ονειρεύεται… ιταλικά και βλέπει τον κόσμο σαν σκηνή οπερέτας, είχε προταθεί στην πιο λαμπρή κωμική φωνή της εποχής: τη Ρένα. Όμως εκείνη αρνήθηκε ευγενικά. Όχι επειδή δεν της άρεσε ο ρόλος, αλλά επειδή δεν ήθελε να παίξει τη μητέρα της Τζένης Καρέζη.
Η Ρένα Βλαχοπούλου τότε βρισκόταν στην κορυφή. Με επιτυχίες όπως το «Η θεία από το Σικάγο» και το «Μία Ιταλίδα από την Κυψέλη», είχε καταφέρει να συνδυάσει το μουσικό της παρελθόν με ένα στιλ κωμωδίας που σφράγιζε κάθε ρόλο με την προσωπικότητά της. Δεν ήταν απλώς μία καλή ηθοποιός· ήταν ένα είδος από μόνη της. Και γνώριζε πολύ καλά πώς τη βλέπει το κοινό. Ο ρόλος της Πάστα Φλώρας, μιας γυναίκας ώριμης, μητέρας ενήλικης κόρης, της φαινόταν πως την τοποθετούσε απότομα σε άλλη ηλικιακή κατηγορία. Παρότι η ίδια ήταν λίγο μεγαλύτερη από την Καρέζη στην πραγματική ζωή, η εικόνα της στη συνείδηση του κοινού ήταν πάντα αυτή της εκρηκτικής γυναίκας με το ατακαδόρικο στόμα και την αστείρευτη ενέργεια.
Η άρνηση αυτή όμως άνοιξε τον δρόμο για μια από τις πιο απροσδόκητες ερμηνείες του ελληνικού κινηματογράφου. Τη θέση της Ρένας πήρε η Μαίρη Αρώνη, θεατρική ηθοποιός με σπάνια κινηματογραφική παρουσία. Και όμως, η ερμηνεία της ως Πάστα Φλώρα έμεινε στην ιστορία. Έφτιαξε έναν χαρακτήρα εξαιρετικά υπερβολικό, σχεδόν καρτουνίστικο, που όμως δεν ξέφυγε ποτέ από τον ρεαλισμό. Οι κινήσεις της, οι εμμονές της, η φωνή της, ακόμα και οι σιωπές της, έγιναν σημεία αναφοράς. Πολλοί κριτικοί συμφωνούν ότι ήταν η καλύτερη εμφάνιση της Αρώνη στον κινηματογράφο και ίσως ο πιο αλησμόνητος ρόλος της.
Το σενάριο της ταινίας, γραμμένο από τον Ντίνο Δημόπουλο και βασισμένο σε θεατρικό έργο, έδωσε στην Πάστα Φλώρα το προφίλ μιας γυναίκας παγιδευμένης σε ρομαντικές φαντασιώσεις, που μεταφράζει την πραγματικότητα μέσα από ιταλικές ταινίες και μελό τραγούδια. Ήταν ένας ρόλος με ψυχολογικό βάθος, που έπρεπε να κινηθεί ανάμεσα στη σάτιρα και στη συγκίνηση. Η Βλαχοπούλου, όσο αστείρευτη κι αν ήταν, δεν ένιωθε έτοιμη να αφήσει πίσω της τη νεανική αύρα που τη συνόδευε ακόμα στα 40+ της. Ήξερε πως η Πάστα Φλώρα δεν ήταν απλώς ένας ρόλος — ήταν μια ηλικιακή μετάβαση που δεν ήθελε να κάνει τόσο σύντομα.
Η απόφαση αυτή έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων στη Φίνος Φιλμ, με στελέχη να υποστηρίζουν ότι η Ρένα θα είχε δώσει άλλη διάσταση στον ρόλο. Κάποιοι άλλοι, όμως, αναγνώρισαν ότι η παρουσία της Αρώνη με τη θεατρική της πειθαρχία και την αριστοκρατική της αύρα ταίριαξε απόλυτα στο ύφος της ταινίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η σκηνή στο φινάλε, όπου η Πάστα Φλώρα χορεύει στη «χάρτινη Βενετία» υπό τους ήχους του ιταλικού τραγουδιού «Η πρώτη μας νύχτα», έχει χαραχτεί στο μυαλό των θεατών ως μια από τις πιο σουρεαλιστικές και ταυτόχρονα τρυφερές στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου.
Με την πάροδο των ετών, η επιλογή της Βλαχοπούλου να αρνηθεί τον ρόλο θεωρήθηκε τόσο φυσιολογική όσο και… κρίσιμη. Αν τον είχε δεχτεί, ίσως να είχαμε μια διαφορετική, πιο λαϊκή και εκρηκτική Πάστα Φλώρα. Ίσως όμως και το βάρος της φαντασίας, της γραφικότητας και της γλυκιάς τρέλας να μην είχε αποδοθεί ποτέ με τη λεπτότητα που έφερε η Μαίρη Αρώνη. Η ιστορία αυτής της άρνησης δεν είναι απλώς μια άγνωστη λεπτομέρεια· είναι μια απόδειξη για το πώς η φιλαρέσκεια, το ένστικτο και οι συμπτώσεις μπορούν να αλλάξουν τη ροή του κινηματογραφικού χρόνου.