Ο βασιλιάς που έτρωγε ψητό κοτόπουλο από την τσέπη και κυβέρνησε δύο ηπείρους
Ένας βασιλιάς με κοτόπουλο στην τσέπη, μίσος στη συζυγική κλίνη και μια δυναστεία σε δύο ηπείρους.
Είχε πάντα ένα κομμάτι ψητό κοτόπουλο στις τσέπες του. Όχι από φτώχεια. Από φόβο. Ο Ιωάννης ΣΤ’ της Πορτογαλίας ήταν βασιλιάς με άγχος, ψυχαναγκασμούς και ανησυχίες που τον κυνηγούσαν και μέσα στο παλάτι. Άνοιγε τρύπες στα μανίκια του για να τις αγγίζει όταν νευρικά χρειαζόταν κάτι να κάνει με τα δάχτυλά του. Κοιμόταν με μαχαιροπίρουνα δίπλα στο μαξιλάρι, μην τυχόν τον προδώσουν οι δικοί του. Και κουβαλούσε κάθε μέρα ψητό κοτόπουλο, για να μην πεινάσει ποτέ ξαφνικά.
Όταν ο Ναπολέων ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Πορτογαλία, ο Ιωάννης δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί τη Λισαβόνα. Την εγκατέλειψε. Πήρε μαζί του όλο το βασιλικό συμβούλιο, τη βασιλική οικογένεια, τους ευγενείς και δεκαπέντε γεμάτα καράβια και έφυγε για τη Βραζιλία. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς που μετέφερε ολόκληρη την έδρα της εξουσίας από την Ευρώπη στη Νότια Αμερική. Στο Ρίο ντε Τζανέιρο δεν ήταν απλώς φιλοξενούμενος. Ήταν αυτοκράτορας. Έκτισε πανεπιστήμια, ίδρυσε την πρώτη τράπεζα, οργάνωσε τελωνεία, νοσοκομεία και θεσμούς, μετέφερε ολόκληρο το αρχείο του κράτους δια θαλάσσης και μεταμόρφωσε ένα αποικιακό λιμάνι σε πρωτεύουσα ευρωπαϊκής δυναστείας.
Δεν είχε όμως βασιλεία ήρεμη. Η σύζυγός του, Κάρλοτα Χοακίνα, τον μισούσε. Κυκλοφορούσε στο παλάτι ντυμένη στα μαύρα και προσευχόταν δημοσίως να πεθάνει. Ο γιος του, Πέδρο, έγινε αυτοκράτορας της ανεξάρτητης πλέον Βραζιλίας και δεν ήθελε να του δώσει ούτε τον θρόνο ούτε την εξουσία. Όταν ο Ιωάννης γύρισε πίσω στην Πορτογαλία, μετά από δεκατέσσερα χρόνια στη Βραζιλία, τον περίμενε μόνο χάος. Ο λαός δεν τον ήθελε, οι ευγενείς τον περιφρονούσαν, και η γυναίκα του εξακολουθούσε να προσεύχεται να πεθάνει.
Πέθανε ξαφνικά το 1826, λίγες μέρες αφού υπέγραψε συνθήκες που ενοχλούσαν τους κύκλους εξουσίας της Ευρώπης. Οι φήμες για δηλητηρίαση φούντωσαν. Όταν άνοιξαν τον τάφο του αιώνες μετά, βρέθηκαν στο στομάχι του μεγάλες ποσότητες αρσενικού. Όχι αρκετό για ένα δυστύχημα. Αρκετό για εκτέλεση. Αρκετό για βασιλική συνωμοσία.
Και όμως, εκείνος δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Ήθελε απλώς να νιώθει ασφαλής. Έτρωγε το κοτόπουλό του με τα δάχτυλα, άκουγε το παράπονο κάθε φτωχού που τον πλησίαζε, και κυβερνούσε – με αδυναμίες, με φόβους, με φαγητό στην τσέπη – δύο ηπείρους ταυτόχρονα.