Πρίγκιπας τρεις φορές εξόριστος, συμμάχησε με τους εχθρούς του και αφαιρέθηκε από την Ιστορία
Τον έδιωξαν τρεις φορές, συμμάχησε με τους εχθρούς του λαού του, αφαιρέθηκε από τα χρονικά. Ο πρίγκιπας Σάμπορ Β΄ έγραψε την ιστορία της πτώσης του με το ίδιο του το χέρι.
Ήταν γεννημένος για να κυβερνήσει. Γιος του ηγεμόνα της Πομερανίας, με το όνομα Σάμπορ Β΄, πήρε το μερίδιό του από την πατρική κληρονομιά γύρω στο 1233. Το μικρό του πριγκιπάτο με πρωτεύουσα το Λουμπίσεβο δεν θα του αρκούσε. Ήθελε περισσότερα. Το τίμημα, όμως, θα ήταν η εξορία, η προδοσία, η αφωνία της Ιστορίας.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Σβιετοπέλκ, δεν θα άφηνε την εξουσία αμαχητί. Και όταν ο Σάμπορ συμμάχησε με τους Τεύτονες Ιππότες, τον πέταξε εκτός Πομερανίας. Ο πρίγκιπας κατέφυγε στους ίδιους τους ξένους με τους οποίους είχε ήδη συνάψει μυστικές συμφωνίες, χαρίζοντας φρούρια και δικαιώματα για να αποκτήσει στήριξη. Μαζί τους, προσπάθησε ξανά να επιστρέψει. Και απέτυχε.
Τη δεύτερη φορά, δεν ήταν μόνος. Ο αδελφός του Ρατσιμπόρ ενώθηκε μαζί του. Στην απόπειρα κατάληψης του φρουρίου Σλόντσα, ο Ρατσιμπόρ αιχμαλωτίστηκε. Ο Σάμπορ βρήκε πάλι καταφύγιο στους Τεύτονες και απέσπασε, ως αντάλλαγμα, το φρούριο Σαρτόβιτσε. Εκεί ξεκίνησε το δεύτερο κεφάλαιο της πτώσης του.
Το 1249, μετά από χρόνια συγκρούσεων και διπλωματικών ελιγμών, κατάφερε να επιστρέψει στη γη του. Μέσα σε λίγους μήνες, η ισορροπία κατέρρευσε και το 1250 ήταν ξανά στην εξορία. Την τρίτη φορά αποφάσισε να κάνει κάτι θεαματικό. Υπό την προστασία των Τευτόνων Ιπποτών, ίδρυσε την πόλη του Τσέφ. Ένα εμπορικό κέντρο, γερμανικής έμπνευσης, στρατηγικά στημένο στις όχθες του Βιστούλα, για να ελέγχει τους δασμούς, τα περάσματα και τους ανθρώπους.
Ο πληθυσμός αλλάζει. Γερμανοί έμποροι, ιππότες, τεχνίτες καταφθάνουν. Ο Σάμπορ τους δίνει προνόμια, γη, ελευθερίες. Ξαφνικά, ο πρώην πρίγκιπας της Πομερανίας γίνεται γερμανόφιλος άρχοντας μιας νεογέννητης πόλης. Εκεί προσπαθεί να χτίσει το δικό του μέλλον. Και το κάνει, εις βάρος όλων των άλλων.
Στην προσπάθειά του να θεμελιώσει κύρος, αρπάζει γη από μοναστήρια και χτίζει τον δικό του: το μοναστήρι των Σαμπούιων. Ο Πάπας τον καλεί να επιστρέψει τα κτήματα. Ο Σάμπορ αρνείται. Το 1266, αφόριση. Ένα χρόνο μετά, εκκλησιαστικός αποκλεισμός για όλο το πριγκιπάτο.
Μετά τον θάνατο του Σβιετοπέλκ, η γη της Πομερανίας διαμελίζεται. Ο Σάμπορ παίρνει ξανά μέρος στον εμφύλιο. Όταν χάνει, εγκαταλείπει το πριγκιπάτο του και βρίσκει καταφύγιο στην Κουιάβια, στης κόρης του το σπίτι. Εκεί πιάνεται αιχμάλωτος σε έναν πόλεμο που δεν τον αφορούσε. Και όταν απελευθερώνεται, προσφέρει τη γη του στους Τεύτονες — την τελευταία του πράξη.
Δεν είχε πια τίποτα. Μόνο την οικογένεια και μερικές υποσχέσεις. Πέθανε σε αφάνεια, στις 30 Δεκεμβρίου του 1277 ή 1278. Ούτε μνημείο, ούτε θρήνος. Μόνο το όνομα του στον τοίχο ενός ναού, ερείπιο σήμερα.
Ο πρίγκιπας που εξορίστηκε τρεις φορές, που συμμάχησε με τους εχθρούς της χώρας του, που αφόρισε η Ρώμη και εγκατέλειψαν οι δικοί του, δεν γράφτηκε ποτέ στην επίσημη Ιστορία. Τον θυμούνται μόνο όσοι ψάχνουν στα βάθη των τεφρών ποιος ήταν αυτός που άνοιξε την πόρτα στους Ιππότες του Τάγματος.