Τι σημαίνει η φράση χρόνια και ζαμάνια; Τι είναι το ζαμάνι;
Όλοι λέμε «χρόνια και ζαμάνια», αλλά ελάχιστοι ξέρουμε τι είναι το ζαμάνι. Μια φράση γεμάτη απόσταση, χρόνος, νοσταλγία και τουρκική προέλευση.
Σε όλη την Ελλάδα, η φράση «Χρόνια και ζαμάνια» ακούγεται όταν συναντάμε κάποιον μετά από καιρό. Λέγεται σχεδόν μηχανικά, σαν καλοσώρισμα που κουβαλά μέσα του νοσταλγία, απόσταση, και έναν υπαινιγμό παρελθόντος. Αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τι σημαίνει πραγματικά το «ζαμάνι» και από πού προέρχεται.
Η λέξη «ζαμάνι» δεν είναι ελληνικής προέλευσης. Προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman, που σημαίνει χρόνος. Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, πέρασε στην καθομιλουμένη σαν ζαμάνι, για να δηλώνει όχι απλώς τον χρόνο, αλλά έναν μεγάλο, απροσδιόριστο, και σχεδόν μυθικό χρόνο. Γι’ αυτό και όταν λέμε «χρόνια και ζαμάνια», εννοούμε ότι έχει περάσει ένας τεράστιος, απροσδιόριστος και γεμάτος απόσταση χρόνος.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως με συναισθηματικό βάρος. Δεν σημαίνει μόνο ότι πέρασε καιρός — σημαίνει ότι αυτός ο καιρός ήταν γεμάτος, αλλόκοτος, δύσκολος ή και μαγικός. Λέγεται συχνά με έναν τόνο ανάμεικτο: λίγο παράπονο, λίγη χαρά, λίγη απορία για το πώς πέρασε τόσος καιρός.
Η χρήση του όρου «ζαμάνι» εντοπίζεται σε διάφορα παραδοσιακά τραγούδια και δημοτικά άσματα. Για παράδειγμα: «Πέρασαν ζαμάνια δίχως να σε δω». Εκεί, το ζαμάνι δεν είναι απλώς χρόνος. Είναι παύση, σιωπή, και απόσταση που πονά.
Γλωσσικά, το «ζαμάνι» θεωρείται τουρκισμός, αλλά έχει ενσωματωθεί τόσο βαθιά στην ελληνική φρασεολογία, που δύσκολα φανταζόμαστε τη φράση χωρίς αυτό. Δεν λέμε «χρόνια και χρόνια». Το «ζαμάνι» δίνει σκοτεινή διάρκεια, μυθική διάσταση, και κάτι που δεν μετριέται με ρολόι.
Από την άλλη, το ίδιο το zaman στην τουρκική γλώσσα έχει αραβική ρίζα και χρησιμοποιείται ευρέως σε εκφράσεις που δηλώνουν μακρόχρονη ή ιστορική διάρκεια. Εμείς το πήραμε, το τροποποιήσαμε, και το κάναμε ποιητικό εργαλείο καθημερινής νοσταλγίας.
Και σήμερα; Λίγοι γνωρίζουν τι σημαίνει. Αλλά τη φράση συνεχίζουμε να τη λέμε. Και ίσως, κάθε φορά που την ξεστομίζουμε, να επαναφέρουμε για μια στιγμή εκείνη τη χαμένη σχέση με τον χρόνο — όχι τον χρόνο του ρολογιού, αλλά τον χρόνο της απουσίας, της αλλαγής, της μνήμης.