Το Ελληνικό νησί που ξανακατοικήθηκε από το μηδέν. Χάρη σε έναν άγιο κυνηγό
Ήταν έρημοι τόποι και ξεχασμένοι άνθρωποι. Μέχρι που έφτασε ο Θεόδωρος. Δεν κρατούσε όπλο. Αλλά έδωσε ξανά ζωή στα Κύθηρα.
Τον 10ο αιώνα, τα Κύθηρα ήταν μια ξεχασμένη πέτρα στη μέση του πελάγους. Όσοι τα γνώριζαν, τα ήξεραν για τις επιδρομές, τις λεηλασίες και τα φαντάσματα από τα καμένα σπίτια της Παληοχώρας. Το νησί είχε ερημωθεί τόσες φορές, που οι ίδιοι οι κάτοικοί του έλεγαν πως εγκαταλείφθηκε επτά φορές μέσα σε λίγους αιώνες. Οι πειρατές και οι Άραβες είχαν εξαλείψει κάθε έννοια οικισμού. Είχαν μείνει μονάχα μερικοί κυνηγοί, στα ορεινά, που ζούσαν όπως τα άγρια ζώα – χωρίς πατρίδα, χωρίς κοινότητα.
Και τότε ήρθε ο Θεόδωρος. Μοναχός, ασκητής, ταξιδευτής, άγιος. Δεν κρατούσε όπλα, ούτε έδινε διαταγές. Αλλά είχε κάτι πιο ισχυρό: πίστη και λόγο. Δεν πήγε στα Κύθηρα για να χτίσει πόλεις, αλλά για να βρει έναν τόπο να μονάσει. Αντί για σπηλιά όμως, βρήκε ανθρώπους που είχαν ξεχάσει ότι κάποτε υπήρχε ζωή στο νησί. Τους πλησίασε όπως οι αρχαίοι Απόστολοι. Μίλησε, παρηγόρησε, έπεισε.
Στα χρόνια του Θεόδωρου άρχισαν να εμφανίζονται ξανά άνθρωποι στο νησί. Άλλοι από τη Μονεμβασιά, άλλοι από την ξηρά της Πελοποννήσου. Δεν κατέβηκαν με στρατούς, ούτε με σπουδαίες προθέσεις. Ήταν οικογένειες, γεωργοί και τεχνίτες, που έψαχναν ένα μέρος να ριζώσουν. Σιγά σιγά, τα Κύθηρα απέκτησαν φωνή ξανά.
Το όνομα του αγίου συνδέθηκε για πάντα με την ανάσταση του νησιού. Εκκλησίες άρχισαν να χτίζονται, χωριά να δημιουργούνται, ο λαός να ξαναγράφει την ιστορία του σε έναν τόπο που είχε σβηστεί από τους χάρτες. Ο Θεόδωρος δεν ήταν άγιος της πολιτικής ή της δύναμης – ήταν ο άγιος της επιμονής, του λόγου και της συνάντησης. Αυτός που βρήκε ένα νησί νεκρό και κατάφερε να του δώσει ξανά ψυχή.
Το Κύθηρα έζησε γιατί κάποιος δεν το προσπέρασε. Κάποιος στάθηκε εκεί που όλοι είχαν φύγει. Και του έδωσε ξανά όνομα, ζωή και πίστη.