Τον έθαψε ζωντανό ο ίδιος του ο αδελφός. Τον άφησε να τρελαθεί σε ένα κελί για 28 χρόνια.
Ήταν ο νόμιμος κόμης. Μα τον μίσησαν όλοι. Τον αφόρισε η Εκκλησία, τον πούλησαν οι ιππότες του, και στο τέλος ο ίδιος του ο αδελφός τον κλείδωσε σε ένα μπουντρούμι για σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Γεννήθηκε για να γίνει κόμης. Ήταν ο πρωτότοκος. Από πατέρα ευγενή και μάνα της πανίσχυρης δυναστείας των Ινγκελγεριδών. Ο Γοδεφρείδος ο Γενειοφόρος έμοιαζε στην αρχή σαν ήρωας με προορισμό το μεγαλείο. Όμως το μέλλον του ήταν ήδη υπονομευμένο από το ίδιο του το αίμα. Τον πρόδωσε ο αδελφός του. Τον πρόδωσε η Εκκλησία. Τον πρόδωσαν οι ιππότες του. Και έμεινε να σαπίζει ζωντανός σ’ ένα κελί.
Το 1060 γίνεται κόμης του Ανζού. Αλλά δεν είναι ο ηγέτης που περίμεναν. Χάνει εδάφη, δεν αντιδρά στους εχθρούς, συγκρούεται με τον κλήρο. Δεν έστειλε ποτέ ενισχύσεις όταν επιτέθηκαν στους συμμάχους του. Αφορίζεται. Οι ιερείς του γυρίζουν την πλάτη. Το χειρότερο όμως δεν ήρθε ακόμα. Ο μικρότερος αδελφός του, Φούλκων, οργανώνει πραξικόπημα. Με τη βοήθεια προδοτών από μέσα, συλλαμβάνει τον αδελφό του Μεγάλη Εβδομάδα του 1067.
Ο λαός ξεσηκώνεται. Οι προδότες σφαγιάζονται στους δρόμους. Ο Φούλκων όμως δεν κάνει πίσω. Δείχνει τον δρόμο της αδίστακτης εξουσίας. Όταν ο αδελφός του αποπειράται να ανακτήσει την εξουσία, ο Φούλκων τον νικά στο πεδίο της μάχης. Το 1068, ο Γοδεφρείδος οδηγείται σε μόνιμη φυλάκιση. Σε κάποιο κάστρο της Λοχ, ή ίσως αλλού, χωρίς φως, χωρίς ελπίδα. Για 28 χρόνια.
Μέσα στα σκοτεινά εκείνα χρόνια, ο κόμης των Ανζουβίνων γίνεται σκιά. Τρελαίνεται. Οι λίγοι που τον είδαν λένε πως ήταν σαν μηχανή: αν του έδινες πανοπλία, πολεμούσε. Αν του έδινες άροτρο, όργωνε. Αν τον άφηνες μόνο του, έκλαιγε. Ήταν εκεί. Ζωντανός. Μα ήδη χαμένος.
Ο Φούλκων ο Ρεκέν δεν τον σκότωσε ποτέ. Γιατί; Κάποιοι λένε πως φοβόταν την Εκκλησία. Άλλοι λένε πως ήθελε πάντα να δείχνει καλύτερος. Πιο ικανός. Πιο λογικός. Και ο πιο εύκολος τρόπος για να δείξεις τη λογική, είναι να κρύψεις τον τρελό σου.
Ο Γοδεφρείδος απελευθερώνεται μόνο όταν δεν έχει πια καμία σημασία. Το 1096, μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες στη φυλακή, ο πάπας Ουρβανός Β’ παρεμβαίνει και ζητά την απελευθέρωσή του. Είναι πλέον ένας γέρος κουρελιασμένος άντρας. Δεν απειλεί κανέναν. Δεν θυμίζει τίποτα. Πεθαίνει λίγο αργότερα.
Το όνομα του μικρού αδελφού του, Φούλκωνα, μένει για πάντα γραμμένο στις ιστορικές λίστες των μεγάλων αρχόντων του Ανζού. Το δικό του όμως; Μόνο σαν θρήνος. Ένας χαμένος διάδοχος. Μια ψυχή που πνίγηκε μέσα στους τοίχους μιας φυλακής. Ένας άνθρωπος που δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να αποτύχει μόνος του. Γιατί κάποιος φρόντισε να τον θάψει ζωντανό.