Ξεκίνησε για ένα μεροκάματο. Έφτασε να γράψει τη μνήμη μιας χώρας.
Έπαιζε πιάνο για ένα μεροκάματο. Έφτασε να συνθέσει τραγούδια που έγραψαν Ιστορία.
Στο προσφυγικό Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, λίγα μέτρα απ’ τις φυλακές του Γεντί-Κουλέ, γεννήθηκε το 1932 ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Μικρασιάτης στην καταγωγή, παιδί της ανάγκης και του ξεριζωμού, έμαθε να παλεύει με νότες και πλήκτρα, χωρίς να ζητά μεγάλα λόγια. Ήθελε απλώς να ζήσει. Γι’ αυτό και στα 15 του μπήκε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό και, λίγο μετά, έπαιζε πιάνο στα νυχτερινά κέντρα της πόλης για να πληρώνει το νοίκι του.
Το 1960 γράφει το πρώτο του τραγούδι. «Περιστεράκι» το λέει. Το στέλνει στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ και το ερμηνεύει η Ζωή Κουρούκλη. Δεν ήταν επανάσταση, ήταν αρχή. Ακολουθούν δεκάδες μελωδίες, και μερικές από αυτές μετατρέπονται σιγά σιγά σε κομμάτια του εθνικού μας συναισθήματος. «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «Νάτανε το ’21», «Κάπου νυχτώνει», «Όλα καλά κι όλα ωραία». Τραγούδια απλά, αλλά όχι απλοϊκά. Σαν κι αυτόν.
Το 1967 μετακομίζει στην Αθήνα. Εκεί θα συνεργαστεί με την Καίτη Χωματά, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Νταλάρα, τη Χαρούλα, τον Πάριο. Εκεί θα γίνει ο συνθέτης που έδωσε νόημα στις Κυριακές του λαού, που μελοποίησε ποιητές, που έγραψε λαϊκά και ταυτόχρονα σχεδόν βυζαντινά τραγούδια, χωρίς να προσποιείται. Έδινε στους στίχους αυτό που τους άξιζε. Ένα σώμα και μια φωνή.
Έπειτα ήρθε η σιωπή. Μια δεκαετία απουσίας. Μα δεν ήταν αποχώρηση. Ήταν επιστροφή στον εαυτό του. Το 1998 επανεμφανίζεται με τους «Ύμνους αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων». Ένα έργο με βαθιά πίστη, χωρίς φιγούρα. Ένα αντίο που δεν έμοιαζε με κανένα.
Ο Κουγιουμτζής δεν είχε σκάνδαλα, δεν είχε πόζες. Είχε πιάνο, καρδιά, και την κόρη του, που την αγάπησε ως το τέλος. Τα τελευταία τραγούδια του, τα έγραψε για εκείνη. Έφυγε το 2005, αθόρυβα. Ακριβώς όπως έζησε.
Αν δεν ήταν ο Κουγιουμτζής, δε θα υπήρχαν μερικά από τα πιο σπουδαία μας τραγούδια. Μα το μεγαλύτερό του επίτευγμα ήταν άλλο: δεν ήθελε να τον θαυμάσεις. Ήθελε απλώς να σε συγκινήσει. Και το κατάφερε.