Ποιος θελει να γινει εκατομμυριουχος : πώς ένα απλό παιχνίδι έκανε την τηλεόραση να κρατά την ανάσα της
Το τηλεπαιχνίδι «Εκατομμυριούχος» άλλαξε την τηλεοπτική αγωνία σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ελλάδα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της τηλεοπτικής μας μνήμης.
Το 1998, στο βρετανικό ITV, ένα καινούργιο τηλεπαιχνίδι τόλμησε κάτι σχεδόν αυθάδες: να βάλει έναν άνθρωπο μόνο του, στο κέντρο ενός κύκλου φωτός, και να του ζητήσει να διαλέξει. Δεκαπέντε φορές. Από τότε το «Who Wants to Be a Millionaire?» έγινε παγκόσμιο τελετουργικό· η πρεμιέρα του στις 4 Σεπτεμβρίου 1998 ήταν η αρχή μιας γλώσσας που όλοι πλέον αναγνωρίζουμε — τη σιωπή πριν από το «είναι η τελική σας απάντηση;».
Η συνταγή φαίνεται απλή: ερωτήσεις που δυσκολεύουν, χρηματικά «σκαλοπάτια», τρία «σωσίβια». Δεν είναι όμως μαθηματικά· είναι ψυχολογία. Το παιχνίδι χτίζει επιδέξια το δίλημμα ανάμεσα στο σίγουρο και στο όνειρο και μετατρέπει τον καναπέ σε κερκίδα που συμμετέχει. Κάθε παύση, κάθε κοντινό πλάνο, κάθε χορδή της μουσικής υπηρετεί μία ιδέα: η απόφαση είναι χαρακτήρας.
Η ελληνική εκδοχή: οικείο πρόσωπο, ίδια καρδιοχτύπια
Στην Ελλάδα το format ρίζωσε γρήγορα. Πρωτοεμφανίστηκε τον Οκτώβριο του 1999 στο MEGA με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, μοίρασε αρχικά 50 εκατ. δραχμές στην κορυφή και έγινε το καθημερινό ραντεβού πριν από το δελτίο ειδήσεων. Ακολούθησαν μετακομίσεις στην ΕΡΤ και στον Alpha, με μια σύντομη θητεία του Θοδωρή Αθερίδη, ώσπου η αναβίωση του 2022 στον ΑΝΤ1 με τον Γρηγόρη Αρναούτογλου θύμισε γιατί το παιχνίδι δεν παλιώνει: γιατί η αγωνία δεν είναι θέμα μόδας.
Το ελληνικό στούντιο διατήρησε την τελετουργία του πρωτοτύπου. Σκοτεινή αίθουσα, φως-κυκλώνας στον παίκτη, μουσική που ανεβαίνει μισό-μισό τόνο καθώς μεγαλώνει το διακύβευμα. Ο παρουσιαστής — είτε ο γλυκός, καθησυχαστικός Παπαδόπουλος είτε ο πιο παιχνιδιάρης Αρναούτογλου — λειτουργεί ως «μεσολαβητής» ανάμεσα στο μυαλό και στο στομάχι μας. Το κείμενο μπορεί να είναι τυπικά το ίδιο, αλλά ο τρόπος που περιμένει το «ναι» ή το «όχι» γράφεται κάθε φορά από την αναπνοή του παίκτη.
Γιατί αντέχει; (και τι μας λέει για την τηλεόραση)
Η αντοχή του «Εκατομμυριούχου» δεν εξηγείται μόνο με νούμερα. Το format συγκεντρώνει τρεις αρετές: καθαρούς κανόνες (ο θεατής «ξέρει» το παιχνίδι σε δύο λεπτά), κλιμάκωση που πονάει (η απώλεια μετά το «ασφαλές σκαλοπάτι» είναι πάντα πιο βαριά από το κέρδος) και έναν κεντρικό ρόλο για τον οικοδεσπότη που μοιάζει φίλος και κριτής ταυτόχρονα. Αυτό το τρίπτυχο λειτούργησε σε δεκάδες χώρες και στην Ελλάδα απέκτησε δικό του χρώμα, γιατί μίλησε στη δική μας αίσθηση παρέας και δοκιμασίας.
Ακόμη και τα «ραγίσματα» του μύθου, όπως το περίφημο σκάνδαλο με τα «βηχαλάκια» στη Βρετανία, ενίσχυσαν την υστεροφημία του παιχνιδιού: μας θύμισαν ότι, όταν το έπαθλο είναι τεράστιο, η ηθική δοκιμάζεται — και ότι η τηλεόραση δεν είναι μόνο διασκέδαση αλλά και καθρέφτης των αδυναμιών μας.
Το αύριο του παιχνιδιού
Στην εποχή του streaming και των social media, ο «Εκατομμυριούχος» εξακολουθεί να ζει από κάτι πιο βασικό: την αγωνία της επιλογής. Δεν χρειάζεται περίπλοκα εφέ· χρειάζεται σιωπή. Κι αν αύριο θελήσει να ανανεωθεί χωρίς να προδώσει τον εαυτό του, η λύση είναι καθαρή: να κρατήσει την τελετουργία και να φέρει πιο έξυπνες μορφές συμμετοχής. Ίσως μια διακριτική σύνδεση με το κοινό στο σπίτι, όχι ως βοήθεια, αλλά ως καθρέφτη: τι θα έκανες εσύ στη θέση του; Η ουσία δεν αλλάζει. Το παιχνίδι ήταν και παραμένει μονομαχία ενός ανθρώπου με την απόφασή του.
Γι’ αυτό, χρόνια μετά, δεν θυμόμαστε μόνο τα μεγάλα ποσά. Θυμόμαστε τη στιγμή που ο παίκτης έσκυψε μπροστά, κοίταξε τον παρουσιαστή και πήρε την ανάσα πριν απαντήσει. Εκεί, μέσα σε μια σιωπή λίγων δευτερολέπτων, η τηλεόραση έπιασε ξανά το νόημα της ίδιας της αγωνίας.
Διαβάστε ακόμα
Μια νύχτα μόνο: Η υπόθεση της δραματικής σειράς του MEGA με Λαμπροπούλου και Λάλο
Να μ’ αγαπάς: Εγκατέλειψε τα παιδιά της και τα βλέπει σαν εχθρούς όταν εμφανίζονται