Άλλαξε όνομα για να μη ντροπιάσει τον πατέρα της. Κι όμως, τίμησε ολόκληρη τη μουσική ιστορία της Ελλάδας
Ήθελε να μη στενοχωρήσει τον πατέρα της, και άλλαξε το όνομά της. Έγινε η φωνή που δόξασε τη μουσική της Ελλάδας όσο λίγοι.
Όταν γεννήθηκε το 1939, δεν την έλεγαν Τζένη. Τη φώναζαν Ευγενία, από τον πατέρα της, που ήταν αστυνομικός διευθυντής. Κι όταν εκείνος έμαθε ότι η κόρη του θέλει να τραγουδήσει, της είπε πως κάτι τέτοιο θα τον ντροπιάσει. Εκείνη δεν του απάντησε ποτέ. Μόνο πήγε κι άλλαξε το επίθετό της. Δεν το έκανε από ντροπή. Το έκανε από αγάπη.
Η Τζένη Βάνου δεν ήθελε να εκθέσει τον πατέρα της – ήθελε να μην τον πονέσει. Όμως, αν ζούσε και την άκουγε όταν τραγουδούσε το «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», θα καταλάβαινε πως η κόρη του δεν έγινε μια απλή τραγουδίστρια. Έγινε η φωνή της Ελλάδας για περισσότερα από πενήντα χρόνια.
Δεν ξεκίνησε από μπουζούκια και σκυλάδικα. Στην πραγματικότητα, ξεκίνησε από τη Φυσικομαθηματική Σχολή και το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Τη φωνή της την πρόσεξε ο Μίμης Πλέσσας και την ανέβασε στο στούντιο, όχι στην πίστα. Την ώρα που άλλες τραγουδίστριες προσπαθούσαν να γίνουν εμπορικές, η Βάνου τραγουδούσε στα φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με μια καθαρότητα σπάνια, χωρίς ίχνος υπερβολής, χωρίς τίποτα περιττό.
Με τον Πλέσσα έγραψε ιστορία. Όπως και με τον Κατσαρό. Όπως και με τον Θεοδωράκη. Όπως και με τον Βοσκόπουλο. Και με τον Σπανό. Και με τον Κραουνάκη. Ένα παιδί που άλλαξε το όνομά του για να προστατέψει την οικογένειά του, κατάφερε να τιμήσει όλες τις οικογένειες της ελληνικής μουσικής. Ελαφρό, έντεχνο, λαϊκό. Όλα χώρεσαν μέσα της. Κι όλα τα έκανε δικά της.
Μπορεί να είχε τραγουδήσει σε σκηνές πολυτελείας, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τι σημαίνει μοναξιά. Μπορεί να έδωσε το όνομά της σε χρυσούς δίσκους, αλλά ποτέ δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό της. Όλα τα έδινε στο κοινό. Όταν τραγουδούσε το «Έρωτά μου ανεπανάληπτε», ο κόσμος σταματούσε. Δεν ήταν θέμα τεχνικής. Ήταν θέμα αλήθειας.
Πέρασε δύσκολα χρόνια. Χώρισε. Μεγάλωσε παιδιά. Άλλαξε δισκογραφικές. Έμεινε μακριά από τα φώτα για χρόνια. Και γύρισε όχι με φανφάρες, αλλά με ένα διπλό live που θύμιζε σε όλους γιατί η Βάνου δεν ήταν ένα όνομα της πίστας αλλά μια σελίδα στην Ιστορία. Τη σελίδα που δεν σκίζεται.
Τα τελευταία της χρόνια τα πέρασε μακριά από τις πίστες. Αφιέρωσε τη ζωή της στον εγγονό της. Τον κοιτούσε και δεν έβλεπε απλώς το αίμα της. Έβλεπε ένα παιδί που είχε το προνόμιο να γεννηθεί από μια γυναίκα που άλλαξε όνομα για να μη ντροπιάσει τον πατέρα της, αλλά τελικά δόξασε ολόκληρη την Ελλάδα.