Ανατινάχτηκε για να μην πέσει στους Τούρκους. Η Ελλάδα δεν μετέφερε ποτέ τα οστά του και άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει στην πείνα
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος πέθανε με έκρηξη πυρίτιδας για να μην παραδοθεί στους Οθωμανούς. Η Ελλάδα ξέχασε τα οστά του και άφησε την οικογένειά του στη φτώχεια.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε το 1772 στο Λιβάδι του Ολύμπου. Έγινε αρματολός, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, πολέμησε στο πλευρό των Ρώσων και των Σέρβων και κατέληξε ένας από τους πιο πιστούς συνεργάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Δεν έζησε ποτέ την Επανάσταση στην Ελλάδα. Πέθανε πριν καν ξεσπάσει, πολεμώντας για να την ξεκινήσει.
Το φθινόπωρο του 1821, κλεισμένος σε ένα μοναστήρι της Μολδαβίας με 350 άνδρες, αρνήθηκε να παραδοθεί. Ήταν άρρωστος, κουρασμένος και κυνηγημένος από 5 πασάδες με χιλιάδες στρατιώτες. Θα μπορούσε να φύγει. Του το πρότεινε κι Αυστριακός πρόξενος. Απάντησε: «Δεν πήρα τα όπλα για να σώσω τον εαυτό μου».
Πολέμησε πεινασμένος τρεις μέρες χωρίς νερό. Όταν έφτασαν στα σκαλιά του κωδωνοστασίου, μπήκε με 11 συμπολεμιστές του. Είπε σε όσους θέλουν να φύγουν, να φύγουν. Κανείς δεν έφυγε. Και τότε, με ένα τουφεκίσιο στη βαρέλα της πυρίτιδας, τους πήρε όλους μαζί του. Ανατινάχτηκε, σκοτώνοντας κι όσους Οθωμανούς πρόλαβαν να μπουν.
Λίγους μήνες πριν, είχε δώσει γραπτή υπόσχεση στον Υψηλάντη: «Θα πολεμήσω μέχρι την υστερινή ρανίδα του αίματός μου. Καμία ανθρώπινη περίσταση δεν θα με δειλιάσει». Την κράτησε μέχρι το τέλος. Δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα. Ούτε τα οστά του. Η «κλασική γη» που ήθελε να τα υποδεχτεί, δεν τον υποδέχτηκε ποτέ.
Την ίδια ώρα, η γυναίκα του, Στάνα Πέτροβιτς, χήρα άλλου αγωνιστή πριν τον παντρευτεί, έμενε μόνη με τρία παιδιά. Το τρίτο, η Ευφροσύνη, γεννήθηκε μετά τον θάνατό του. Της είχε πει πριν φύγει: «Αν σκοτωθώ, μη με κλάψεις. Από μικρό παιδί τη ζωή μου την είχα τάξει στην Πατρίδα. Τους γιους μου να τους δώσεις στην Ελλάδα».
Μετά την Επανάσταση, η Στάνα έδωσε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία. Το κράτος, αντί να της φέρει τα κόκαλα του άντρα της ή να στηρίξει τα παιδιά του ήρωα, της έδωσε 140 δραχμές σύνταξη. Ένας γιος της έγινε ανθυπολοχαγός «της τιμής», αλλά ούτε μισθό δεν έπαιρνε. Ζούσαν 7 άνθρωποι με 140 δραχμές.
Η ίδια δεν είχε ούτε φόρεμα να βγει από το σπίτι και να παρακαλέσει τους υπουργούς. Ούτε φαγητό, ούτε ρούχα, ούτε φωνή. Ένα φύλλο εφημερίδας το 1845 περιέγραφε την εικόνα τους: «Η οικογένεια Ολυμπίου ψωμοζητεί. Οι αγκώνες των παιδιών είναι τετρυπημένοι. Η γυναίκα του ήρωα ετοιμάζεται γυμνή να φύγει από την Ελλάδα».
Ο ήρωας της Μονής Σέκκου ανατινάχτηκε για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Και δεν γνώρισε ποτέ το παιδί του. Η Ελλάδα τον ξέχασε. Δεν έφερε ποτέ πίσω τα κόκαλά του. Και η γυναίκα του, που πρόσφερε τα πάντα στον Αγώνα, πέθανε στην πείνα.