Από τη φτώχεια και τις χειρωνακτικές εργασίες, στην Ακαδημία Αθηνών και 4 φορές υποψήφιος για Νόμπελ
Δεν είχε χρήματα ούτε για φαΐ. Κι όμως έγινε ο πιο φωτεινός ποιητής της Ελλάδας.
Γεννήθηκε το 1912 στις Κροκεές Λακωνίας, δεύτερο από έξι παιδιά. Μεγάλωσε στην Πλούμιτσα, ανάμεσα σε φτώχεια και σκληρή δουλειά. Ο πατέρας του αρρώστησε νωρίς και ο μικρός Νικηφόρος αναγκάστηκε να τελειώσει το σχολείο με τεράστιες δυσκολίες. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, έγραφε ποιήματα και έδινε διαλέξεις για τη δικαιοσύνη και την παιδεία.
Το 1929 έφυγε για την Αθήνα να σπουδάσει. Δεν τα κατάφερε. Δεν είχε ούτε τα βασικά. Έπιασε δουλειά όπου έβρισκε: σε αποξηραντικά έργα, σε υφαντουργεία, σε αποθήκες στρατού, σε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Την ίδια στιγμή έγραφε, κυκλοφορούσε ποιητικές συλλογές, και στα 21 του ο Παλαμάς ζήτησε να τον γνωρίσει. Η πείνα δεν τον λύγισε. Ούτε οι εξευτελιστικές δουλειές.
Η δικτατορία του Μεταξά έκαψε το βιβλίο του. Ο Βρεττάκος όμως δεν σιώπησε. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, στρατεύτηκε στον πόλεμο και πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Όταν γύρισε από το μέτωπο, μπήκε στην Εθνική Αντίσταση και στο ΕΑΜ. Ήταν φτωχός, πατέρας, ποιητής, μαχητής, άνθρωπος. Ταυτόχρονα.
Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, έχασε τον πατέρα του και απολύθηκε από κάθε δουλειά. Άρχισε να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά για να ζήσει. Το 1949, γράφοντας υπέρ της ειρήνης, διαγράφηκε από το ΚΚΕ. Δεν σταμάτησε να γράφει ποτέ. Οι φίλοι του ήταν ο Σικελιανός, η Γκρίτση-Μιλλιέξ, ο Ρίτσος. Έβγαλε δεκάδες ποιητικές συλλογές, με θεούς το φως, την αγνότητα, την Ελλάδα.
Το 1967, αυτοεξορίστηκε για να μη ζήσει κάτω από τη χούντα. Πήγε στην Ελβετία, το Παρίσι, το Λονδίνο. Όπου πήγαινε, μιλούσε, έγραφε και τον τίμαγαν. Το 1969 κυκλοφόρησε το πιο προσωπικό του έργο, η «Οδύνη», στη Νέα Υόρκη. Δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ενεργός, ευαίσθητος, σπαρακτικά ειλικρινής.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ήταν πλέον παγκοσμίως αναγνωρισμένος. Η Ακαδημία Αθηνών τού έδωσε βραβείο και λίγα χρόνια μετά τον έκανε μέλος. Ο Βρεττάκος είχε γίνει πια σύμβολο. Τιμήθηκε σε όλη τη χώρα. Κι όμως, δεν ζήτησε ποτέ τίποτα. Έγραφε για να φέξει λίγο φως παραπάνω σ’ έναν σκοτεινό κόσμο.
Το 1991, ζήτησε να πάει πίσω στην Πλούμιτσα. Εκεί όπου ξεκίνησε, εκεί έσβησε. Τον κήδεψαν με δημόσια δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το 2010, τα οστά του μεταφέρθηκαν και πάλι στην Πλούμιτσα, στον τόπο που τον γέννησε και που τόσο ύμνησε.