Μπήκε με το άλογο στη θάλασσα και αυτοπυροβολήθηκε. Ο πιο ρομαντικός Έλληνας του 20ού αιώνα
Έζησε σαν ποίημα, αγάπησε τη γραμμή και το φως της Ελλάδας, έγραψε σαν να έκαιγε
Ήταν 8 Απριλίου του 1910 όταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, ένας άνδρας που ζούσε σαν να έγραφε ποίηση κάθε στιγμή, φόρεσε ένα στεφάνι, καβάλησε το άσπρο του άλογο και προχώρησε αργά προς τη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Εκεί, μπήκε μέσα στο νερό και έβαλε τέλος στη ζωή του με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το σώμα του το ξέβρασαν τα κύματα δέκα μέρες αργότερα, στολισμένο με λουλούδια από δύο άγνωστες γυναίκες. Ήταν η τελευταία του σκηνή. Η πιο θεατρική. Και η πιο ελληνική.
Ο Γιαννόπουλος δεν ήθελε απλώς να ζήσει. Ήθελε να ενσαρκώσει το ιδανικό του Έλληνα. Ήθελε να γίνει ο ίδιος η προσωποποίηση του ελληνικού φωτός, της αρχαίας καθαρότητας, της γραμμής και του χρώματος της Ελλάδας. Δεν τον ένοιαζε αν τον έλεγαν τρελό. Τον ένοιαζε να είναι συνεπής στο όραμα που έβλεπε στον ήλιο, στο χώμα και στο γαλάζιο.
Γεννημένος στην Πάτρα το 1869, σπούδασε Ιατρική και Νομική, έζησε στο Παρίσι, ταξίδεψε στο Λονδίνο, αλλά καμία πόλη δεν του φαινόταν άξια να κρατήσει την ψυχή του. Άρχισε να γράφει, να μεταφράζει, να φωνάζει από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Ήταν ο πρώτος που μίλησε για “Ελληνική Γραμμή” και “Ελληνικό Χρώμα” σαν να μιλούσε για ζωντανούς οργανισμούς. Έβλεπε τον Ελληνισμό όχι ως έθνος αλλά ως αισθητική δύναμη.
Το κείμενό του “Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν” ήταν το μανιφέστο του. Κατήγγειλε τον φραγκοραγιαδισμό, τη δυτικομανία, τον χριστιανισμό που θεωρούσε εργαλείο υποταγής. Ήταν ένας παγανιστής του φωτός, που αναζητούσε την ουσία της φυλής στην καμπυλότητα της αρχαίας γραμμής και στο διαφανές κυανό της θάλασσας. Επηρέασε τον Σικελιανό, τον Δραγούμη, τον Σεφέρη, τον Πικιώνη. Μα δεν τον χώραγε ο κόσμος.
Ερωτεύτηκε τη ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου, γυναίκα ελεύθερη, φωτεινή, αλλά η σχέση τους δεν άντεξε. Ίσως να ήξερε ήδη πως το τέλος θα ήταν σκηνοθετημένο. Πριν αυτοκτονήσει, έκαψε τα ανέκδοτα έργα του. Πίστευε πως η “Ελληνική Φύσις” θα τα γεννούσε ξανά. Ήταν βέβαιος πως η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από συγγραφείς, αλλά από ήρωες της ομορφιάς.
Όταν βρέθηκε το σώμα του, ο Τύπος συγκλονίστηκε. Ο Παλαμάς, η Μυρτιώτισσα, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης έγραψαν ποιήματα στη μνήμη του. Ο Δραγούμης είπε πως ο Γιαννόπουλος ήθελε να πεθάνει νέος, πριν χάσει την ομορφιά. Ο ίδιος είχε γράψει πως θα μας “τρελάνει με τα ελληνικά πράγματα”. Και πράγματι, το κατάφερε.
Ήταν ο Έλληνας που δεν ήθελε να γράψει ιστορία. Ήθελε να γίνει μύθος.